Έμεινες μόνος. Τα βράδια σου είναι πληκτικά και κάπως άδεια κι οι ημέρες σου σχετικά αδιάφορες. Τώρα τελευταία δε βγαίνεις και πολύ και τίποτα γενικά δεν παίζει. Στο μπαρ δε σε κοιτάνε πια, γι’ αυτό και τα ξενύχτια τα βαρέθηκες.

Είχες πει δε θα μιλούσες ποτέ ξανά γι’ αυτό, αλλά όσο πάει το μυαλό σου και το γυροφέρνει. Δεν την ξέχασες, ψέματα είπες. Τον αριθμό του τελικά δεν τον διέγραψες κι ούτε σταμάτησε ποτέ να σ’ ενδιαφέρει.

Σου τελείωσαν οι διάφοροι και θέλεις κάπου να γυρίσεις. Δεν παλεύεται η μοναξιά μετά απ’ την παρουσία. Κάθεσαι να υπολογίσεις σε ποιον δεν έφτασες ποτέ. Ένας είναι. Το απωθημένο. Πρόκειται όμως περί ανακρίβειας και το ξέρεις. Κάπως τα ‘φερνες πάντα και πάλι εκεί γυρνούσες.

Συνήθως νύχτες, που δεν το επέτρεπες στον εαυτό σου να σκεφτεί κι έπεφτες σε στιγμές αδυναμίας. Ή και μέρες, που το πρόγραμμά σου ήταν προσωρινά κενό και τίποτα το ιδιαίτερο δε σου τραβούσε την προσοχή. Λίγο πριν δε σ’ ένοιαζε. Είχες βολευτεί κάπου σταθερά, περνούσες όμορφα. Δεν την είχες πια ανάγκη την τόση αταξία. Δε σ’ ένοιαζε αν ρωτάει πια για σένα, αν τυχαία κάπου θα τον συναντήσεις κι οι πιθανότητες για σας το ήξερες πως ήταν μηδαμινές.

Κι όμως αυτό το μηδέν μετά σε πείραξε, γιατί βρήκες πάλι χρόνο να το σκαλίσεις. Γιατί ποτέ πραγματικά δεν το ξεπέρασες κι όλοι οι άλλοι ήταν απλά αναπληρωματικοί. Αναπληρωματικοί του ήδη και πλέον αναπληρωματικού.

Γιατί σ’ έγδαρε ο εγωισμός σου που εσύ προσπάθησες κι απέτυχες και που σ’ έδεσε καλά ώστε να σ’ έχει να γυρίζεις. Γιατί είπες ψέματα και τώρα αυτοαναιρείσαι. Γιατί ποτέ δε φτιάχτηκες πλάι σε κανέναν και κόκκινες γραμμές δεν τράβηξες ποτέ σου.

Τα απωθημένα επιστρέφουν μόνο όταν δεν έχεις κάτι καλύτερο να ασχοληθείς. Διαφορετικά κλειδώνονται κι ούτε που τα βλέπεις. Είναι υποδεέστερα κι αναπληρωματικά γι’ αυτό κι αναπληρωματικός θα είναι πάντα κι ο ρόλος τους.  Και τώρα το τι είσαι εσύ, είναι μια άλλη ιστορία. Και βασικός και πάγκος, όσο και να το θες δε γίνεται. Βολεύει βέβαια, δε λέω. Κι οι προτεραιότητες; Απ’ αυτές κι αν έχεις, τι διαλέγεις;

Τι είχε παραπάνω απ’ τους άλλους; Τίποτα δεν είχε. Κι εσύ; Εσένα τι σου λιγόστεψε και δεν το έκανες δικό σου; Κακή χημεία, θα πεις. Ή κακές συγκυρίες. Λάθος άνθρωπος. Αυτό ήταν. Ο σωστός επιβιώνει και με τις κακές συγκυρίες.

Ανικανοποίητο. Ένας απλός ανικανοποίητος πόθος είναι, τίποτα σπουδαίο. Ξέρεις, λένε όταν ποθείς κάτι, τείνεις να το φέρνεις και κοντά σου. Αυτός πού είναι; Γιατί δεν ήρθε; Κι άντε, πες του το ‘κανες το χατίρι και πήγες πρώτος. Πώς το εξηγείς πως δε σε κράτησε;

Το πρόβλημα είναι πως αφήνεις τ’ απωθημένο στο συρτάρι σου σαν έρωτα που ίσως να υπάρξει. Δε θα υπάρξει. Κι εδώ που τα λέμε, ούτε έρωτας δεν είναι. Τον έρωτα τον διεκδικείς, τον παλεύεις ή στη χειρότερη, τον απορρίπτεις. Δεν τ’ αντέχεις εκείνα τα «περίπου», «μέσα-έξω».

Να πας αλλού να βγάλεις τ’ άχτι σου και να μην είναι άχτι. Να παρακαλάς να σου πετύχει έρωτας. Θα τη δεις τη διαφορά. Κι αν ψάχνεις προορισμό, τα «παρ’ ολίγον» κι ανικανοποίητα, να τα βγάλεις απ’ τη μέση.

Να ξέρεις την Ιθάκη του, δεν τη βρήκε κανείς στα απωθημένα.

 

 

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη