Τελειώνουν οι διακοπές κι ήρθε η ώρα να γυρίσεις στο φοιτητόσπιτο. Αφού γυρίσεις από τη βόλτα με τα φιλαράκια ήρθε η ώρα σιγά σιγά να μαζέψεις τα πράγματα σου για την επιστροφή. Όσο ήσουν στην πόλη έλεγες: «Καλά, πόσο ωραία που κάνω ό,τι θέλω εδώ πέρα», αλλά τώρα που είναι να γυρίσεις σκέφτεσαι «Και πώς γυρνάω εγώ εκεί πέρα τώρα πάλι, στη μοναξιά μου;». Τρως το φαγητό που σου έφτιαξε η μάνα και σκέφτεσαι «Από αύριο πάλι μαγείρεμα εγώ…».
Τελικά πόσο δύσκολο είναι να αφήνεις πάλι το πατρικό σου πίσω; Η απάντηση: Αρκετά.
Σκέφτεσαι όλες αυτές τις αναμνήσεις. Το πατρικό σου είναι το μέρος που σε κάνει να νιώθεις πάλι παιδί. Εκεί δε χρειάζεται να φροντίσεις τον εαυτό σου, θα σε φροντίσουν. Θα μιλήσεις χωρίς να σκέφτεται, θα βγεις με τους παιδικούς σου φίλους και θα πεις ό,τι σου έρθει στο κεφάλι χωρίς να φιλτράρεις τίποτα. Ακόμα και το καθάρισμα που έχεις να κάνεις στο φοιτητόσπιτο σου φαίνεται θλιβερό. Πόσο περίεργο είναι, που εκεί που ζούσες όλη σου τη ζωή στο πατρικό σου πλέον περιμένεις τις γιορτές και τις διακοπές για να το επισκεφτείς πάλι; Σου είχε λείψει εκείνη η ζεστασιά του παιδικού δωματίου σου…που τώρα, ξαφνικά, πρέπει να την αφήσεις πάλι πίσω.
Κάθε φορά που είναι να φύγεις σκέφτεσαι, πόσο πιο εύκολο ήταν να ξεπεράσεις κάθε δυσκολία μέσα σε αυτό το σπίτι, σε αυτό το παιδικό δωμάτιο, και αυτό γιατί η μαμά και ο μπαμπάς θα ήταν πάντα εκεί για σένα. Δε θα σε άφηναν ποτέ να νιώσεις τη μοναξιά, να νιώσεις λίγος. Εκείνο το μπαλκόνι που τα καλοκαίρια μαζευόσασταν με την παρέα να παίξετε παιχνίδια, πόσο σημαντικό έχει γίνει πλέον…
Και τώρα πρέπει να γυρίσεις σε εκείνο το διαμέρισμα με τους νέους σου φίλους. Που ναι, είναι καλοί και αυτοί… αλλά τι να συγκριθεί με τους παιδικούς σου φίλους και τις αθώες στιγμές που ζήσατε μαζί;
Και κάπως έτσι θυμάσαι εκείνη τη μέρα που οι γονείς σου σε αποχαιρέτησαν για να ξεκινήσεις τη φοιτητική σου ζωή. Θυμάσαι τον μπαμπά σου να σου λέει «Να προσέχεις τώρα, παιδί μου» και τη μαμά σου να κλαίει. Αχ βρε μπαμπά… πόσες φορές θα ήθελα να ήσουν εκεί, όταν ένιωθα μοναξιά, να με πάρεις μια αγκαλιά και να μου πεις ότι όλα είναι καλά.
Αχ βρε μαμά…πόσες φορές γύρισα μέσα στην κούραση και απλά ήθελα να σε βρω στο σπίτι, να μου μαγειρεύεις.
Πόσες φορές είχες σκεφτεί παλιά να φύγεις από το πατρικό σου και πόσες φορές τώρα σου έλειψαν οι γονείς σου; Και εκεί λυγίζεις. Κλαις. Και σκέφτεσαι όλα όσα κατάφερες μέσα σε αυτό το σπίτι με αυτούς τους ανθρώπους και αυτά που προσπαθείς να χτίσεις πλέον μόνος σου σε ένα καινούργιο.
Το πρωινό της επιστροφής είναι ακόμα πιο δύσκολο.
Εκεί που μαζεύεις τα μπογαλάκια σου και τρως το φαγητό της μαμάς, τους βλέπεις στεναχωρημένους που φεύγεις- και μένουν πάλι οι δυό τους.
Και εσύ σκέφτεσαι ότι κάθε φορά ο δρόμος της επιστροφής πονάει το ίδιο με την πρώτη φορά. Σκέφτεσαι το βράδυ που θα σε βρει πάλι παρέα με τη μοναξιά σου, να θυμάσαι αυτές τις διακοπές, το πόσο σε γέμισαν και το πόσο ένιωσες πάλι παιδί. Κάθε φορά που φεύγεις από εκεί, πονάς. Γιατί ο παιδικός σου εαυτός είναι κρυμμένος εκεί.
Κάθεσαι και αναπολείς τις συζητήσεις τα βράδια με τη μαμά, το μπάσκετ και τον σχολιασμό που έκανες με τον μπαμπά και όλα εκείνα τα γέλια και τις χαρές που σου θυμίζουν πως έφτασες μέχρι εδώ. Όλα αυτά που σου έμαθαν αυτοί οι δύο άνθρωποι και σε έκαναν αυτό που είσαι τώρα. Ακόμα και οι τσακωμοί σας σου φαίνονται πλέον ασήμαντοι και αστείοι.
Κατά τη διαδρομή μέχρι το λεωφορείο προσπαθείς να ξεχαστείς, βλέπεις όλους αυτούς τους γνώριμους δρόμους, την ώρα που η μαμά σου ξαναδίνει τις κλασικές της συμβουλές για το μαγείρεμα. Αλλά το μυαλό σου τρέχει. Κοιτάς τους δρόμους και σκέφτεσαι όλες τις αναμνήσεις σου εκεί. Γιατί ήθελα τόσο πολύ να μεγαλώσω; Αναρωτιέσαι.
Και τότε έρχεται η πιο δύσκολη στιγμή. Ήρθε η ώρα να μπεις στο λεωφορείο. Ένα φιλί στη μαμά. Ένα κοίταγμα στον μπαμπά. Και άντε πάλι πίσω! Και καθώς τους βλέπεις να σε αποχαιρετούν από το παράθυρο, προσπαθείς να συγκρατήσεις τα δάκρυα σου. Μα όταν οι μορφές τους χάνονται, τα δάκρυα σου τρέχουν ποτάμι στο πρόσωπο σου.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
