Μάνα είναι αυτή που γέννησε αλλά και εκείνη που ανέθρεψε ένα γεννημένο, από άλλη μάνα, παιδί.

Έδωσε ψυχή από την ψυχή της. Έδωσε πνοή, σου έδωσε πνοή.

Η στιγμή που αντικρίζετε ο ένας τον άλλο για πρώτη φορά είναι απόλυτα μαγική, ίσως επειδή δεν τη θυμάσαι καν. Μετά σε αγκαλιάζει και σε φροντίζει μέχρι που της λες ότι μεγάλωσες πια και δεν την έχεις ανάγκη. Εννοείται όμως πως εκείνη δε σταματά, απλά συνεχίζει ακάθεκτη σιωπηλά, στο παρασκήνιο. Χωρίς πολλά πολλά. Τόσο ήσυχα, που νομίζεις ότι πατάς σταθερά στα πόδια σου και είσαι δυνατός, σχεδόν ανίκητος. Με την ίδια αφέλεια και αγνοία κινδύνου που είχες σαν παιδί.

Και έρχεται η στιγμή που όλα γκρεμίζονται. Η μάνα χάνεται και μαζί της θάβεται και το παιδί που κρυβόταν μέσα σου και εμφανιζόταν κάθε φορά που ήσουν κοντά της. Η “κουραστική” ασφάλεια και ζεστασιά της μάνας σε συντρόφευε σε κάθε σου βήμα, κατάλαβες όμως αργά πόσο απαραίτητη ήταν. Τώρα πια έχει φύγει. Η στιγμή που το μαθαίνεις δεν ξεχνιέται. Δεν ξεπερνιέται. Είναι μια στιγμή ορόσημο για κάθε άνθρωπο. Χάνεις την αφετηρία σου, ένα σημείο αναφοράς. Την πυξίδα σου. Πού πας χωρίς εκείνη; Η σκέψη ότι θα προχωρήσεις μόν@ είναι βαριά και φωλιάζει κάπου ανάμεσα στο μυαλό και την καρδιά σου. Ο κόμπος που ανεβαίνει στο λαιμό σου, κάθε φορά που τη συλλογίζεσαι, είναι αυτή η σκέψη. Μόν@. Και ας έχεις άλλους ανθρώπους γύρω σου, ακόμα και οικογένεια, αυτή η αίσθηση θα πάρει καιρό για να ξεθωριάσει. Αν ξεθωριάσει ποτέ. Η μέρα που την έχασες διήρκεσε όσο και ένας αιώνας. Και ήταν τόσα πολλά αυτά που έπρεπε να γίνουν. Μόλις πριν λίγο βίωσες πόνο εφάμιλλο με το να τρως σφαίρα στην καρδιά και τώρα πρέπει να κανονίσεις τα διαδικαστικά. Χαρτιά, γραφείο τελετών…βρέθηκες να συζητάς σοβαρά για το ξύλο του φέρετρου και το χρώμα του μαρμάρου για το μνήμα. Όλα αυτά μηχανικά, στον αυτόματο. Όπως πρέπει να αναπνέεις για να ζεις, έτσι έπρεπε να ξεμπερδέψεις με τις υποχρεώσεις. Και ταυτόχρονα το τηλέφωνο να χτυπάει ασταμάτητα. Όλοι ήταν εκεί, έτοιμοι να βοηθήσουν και ξάφνου σε πνίγει ένα παράπονο που σύντομα μετατρέπεται σε θυμό. Κανείς δεν μπορούσε να σε βοηθήσει πια. Ήσουν μόν@. Ο θυμός μετατρέπεται σε ενοχή. Πώς συνέβη αυτό; Εσύ πού ήσουν για να τη βοηθήσεις; Και όλοι αυτοί που τώρα θυμήθηκαν να σε συντρέξουν, που ήταν πριν;

“Γίνομαι άδικ@ τώρα” σκέφτεσαι και τα βάζεις με τον εαυτό σου που ψάχνεις να βρεις φταίχτη εκεί που δεν υπάρχει. Δηλαδή απλά συνέβη; Γιατί; Αυτή η ερώτηση γίνεται ένα με την ύπαρξη σου. Τη φοράς σαν ρούχο δανεικό, σε κάποια σημεία σε σφίγγει και σε άλλα είναι μπόσικο. Ψάχνεις απεγνωσμένα ζεστασιά αλλά την ψάχνεις σε λάθος μέρος • δεν είναι το σώμα που κρυώνει, αλλά η ψυχή σου. Ψάχνεις τη χαμένη θαλπωρή και θυμώνεις με τα υποκατάστατα, σου φαίνονται φτηνά και πρόχειρα. Ποιος είπε όμως ότι αυτή η ανάγκη μπορεί να καλυφθεί; Ότι πρέπει να καλυφθεί; Αυτό που περνάς δε μοιάζει με χαμένη αγάπη που μπορεί κάποια στιγμή να ζήσεις με έναν άλλο άνθρωπο• δε μοιάζει με τίποτα άλλο βασικά. Με τον καιρό καταλαβαίνεις ότι τη θέση της μπορεί να πάρει μόνο η απουσία της.

Διανύεις τον πρώτο χρόνο μακριά της και κάθε γιορτή μετατρέπεται σε εφιάλτη. Στα οικογενειακά τραπέζια το σπίτι δεν πλημμυρίζει πια με γνώριμες μυρωδιές. Μια θέση στο τραπέζι είναι άδεια αλλά η καρέκλα παραμένει εκεί. Κανείς δεν τολμά να τη μετακινήσει. Έρχονται τα γενέθλια σου και το πρώτο τηλεφώνημα για ευχές δεν είναι από τον άνθρωπο που σε ανέθρεψε και που εσύ έκανες μητέρα. Είναι φορές που τα δάκρυα σού καίνε τα μάτια και εύχεσαι να καταφέρεις να κοιμηθείς για να τη δεις έστω εκεί. Στον κόσμο του υποσυνείδητου. Μάταια όμως. Θαρρείς και το συνειδητό διαφωνεί• έχει φύγει πια, μην τη δεις στον ύπνο σου και όνειρο – πραγματικότητα γίνουν ένα. Περνάει ο πρώτος χρόνος που τόσο έτρεμες και ξεκινάει ο επόμενος. Εκεί διαπιστώνεις ότι εξακολουθείς να πονάς καθημερινά και ακόμα περισσότερο στις γιορτές, τα γενέθλια. Το πένθος μπορεί να έχει στάδια, δεν έχει όμως χρονοδιάγραμμα. Γιατί λοιπόν πιεζεις τον εαυτό σου να ανακάμψει και απογοητεύεσαι με κάθε δάκρυ που εμφανίζεται κατά διαστήματα στα μάτια σου; Δεν υπάρχουν δυνατοί και αδύναμοι χαρακτήρες απέναντι στο πένθος, όλοι είμαστε άνθρωποι με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και ο χρόνος κυλάει, τα χρόνια περνούν και τα δάκρυα ακόμα και τώρα βρίσκουν το δρόμο τους μαζί με έναν λυγμό. Ειδικά εκείνη τη μέρα.

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα το μυαλό σου παίζει μυστήρια παιχνίδια. Τη βλέπεις γύρω σου με απρόσμενους τρόπους. Ένα τραγούδι, μια παροιμία, ένας δύσκολος λεκές στα ρούχα, μία μυρωδιά είναι ικανά να ξυπνήσουν αναμνήσεις και να σε ταξιδέψουν σε άλλους καιρούς. Κάποιες φορές βουρκώνεις, άλλες πάλι χαμογελάς και αναπολείς. Σε κάθε τέτοια στιγμή, ανεξάρτητα από την εποχή, νιώθεις να ανατριχιάζεις και ασυναίσθητα τυλίγεις τα χέρια γύρω απ’ το σώμα σου σε μια προσπάθεια να ζεσταθείς. Αλλά δεν είναι το σώμα που κρυώνει…

Λένε πως το πρώτο που λησμονείς είναι η φωνή και για να το αποτρέψεις την καλείς στα όνειρα σου. Εκεί τη βλέπεις και την ακούς. Οι δικοί σου άνθρωποι όμως συχνά τη βλέπουν σε σένα. Λες και της μοιάζεις περισσότερο, κάτι στα λόγια κάτι στο φέρσιμο σου τη θυμίζει. Μερικές φορές το βλέπεις κι εσύ• της μοιάζεις ολοένα και πιο πολύ. Άλλωστε το παιδί είναι η συνέχεια του γονιού και παρότι διαφορετικοί άνθρωποι, υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Αλλά ακόμα και αν δεν υπάρχουν, εσύ τα βλέπεις. Είναι η φόβος της λήθης που βρίσκει τρόπους να διατηρήσει τη μάνα ζωντανή μέσα σου. Αρχίζουν να σου λείπουν περίεργα πράγματα. Αναζητάς όλα όσα κάποτε σε εκνεύριζαν. Εκείνο το πρωινό τηλεφώνημα για καλημέρα, ή ακόμα καλύτερα για να σε ξυπνήσει λες και χάθηκαν τα ξυπνητήρια. Ακόμα και με κάποιον άλλο να κάνεις το τελετουργικό, δεν είναι το ίδιο.

Τι δε θα έδινες να ήταν εδώ να τσακωθείτε για τα γεμάτα μαμαδίσιο φαγητό ταπερ;aκια που στοιβάζονταν στο ψυγείο και ενώ της είχες εξηγήσει χίλιες φορές πως έγινες vegan, εκείνη επέμενε να αυγοκόβει τη χορτόσουπα για να πάρεις λίγη πρωτεΐνη παραπάνω.

Συντάκτης: Σοφία Τρέπα
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη