«Έλα τώρα μην κάνεις σαν μωρό».
«Οι άντρες δεν κλαίνε…»
Και κάπως έτσι, κοιτάζοντας στα μάτια η κοινωνία ένα δακρυσμένο μικρό παιδί, αποφάσισε πως η καλύτερη παιδαγωγική μέθοδος που διαθέτει και που οφείλει να ακολουθήσει για την ανατροφή του, είναι να του αφαιρέσει και να το απογυμνώσει από την παιδική του ιδιότητα. Αντ’ αυτού του απένειμε έναν νέο τίτλο. Του ανέθεσε έναν άλλον ρόλο. Και μαζί με τον νέο τίτλο του παρέδωσε στα χέρια και μερικά «πρέπει». Κάποιες υποχρεώσεις και καθήκοντα· μερικά βάρη για να κουβαλήσει τα οποία υποτίθεται, πως συνάδουν με τη νέα του ιδιότητα και που οφείλει στο εξής να διαχειριστεί.
Τον ανακήρυξε λοιπόν «άντρα». Με την έννοια του άντρα βέβαια όπως η ίδια την απέδιδε και του είπε ότι ως τέτοιος, μία από τι βασικές του υποχρεώσεις είναι να μην κλαίει. Και μερίμνησε ώστε να του το επαναλαμβάνει και να του το υπενθυμίζει αυτό, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, διαμέσου πολλών και διαφόρων στομάτων (γονιών, συγγενών, δασκάλων) κάθε φορά που υπέπιπτε στο «αμάρτημα» να γκρινιάξει, να παραπονεθεί, να επιδείξει αδυναμία.
«Ε, μην κάνεις τώρα σαν κοριτσάκι»
«Εσύ είσαι άντρας βρε. Οι άντρες δεν κλαίνε»
Διότι σύμφωνα με τα επιβαλλόμενα πρότυπα και τις κοινωνικές επιταγές, όλες αυτές οι αντιδράσεις, κάθε τέτοιου είδους συμπεριφορά και οι έντονες συναισθηματικές εκδηλώσεις υποτίθεται πως στερούν και κλέβουν από τον ανδρισμό του. Μιας και κατά λανθασμένη στερεοτυπική αντίληψη η ευαισθησία και οι συναισθηματισμοί αποτελούν γνώρισμα χαρακτηριστικό της γυναικείας φύσης, και ως εκ τούτου η ύπαρξη τέτοιων στοιχείων στον χαρακτήρα και την προσωπικότητα ενός άνδρα θεωρείται πως τον καθιστούν λιγότερο άνδρα.
Η οδηγία που δόθηκε επομένως ήταν σαφής. Ένας άνδρας για να είναι όσο άνδρας επιτάσσει η κοινωνία από εκείνον να είναι, όφειλε να ακολουθήσει ορισμένες εντολές. Να μην κλαίει. Να μην πονάει. Να μη στεναχωριέται. Να μην έχει αδυναμίες. Να μην είναι τόσο ευαίσθητος. Να μην έχει φοβίες. Αλλά και να έχει, τουλάχιστον να μην τις εκδηλώνει. Να μην εκφράζει τα συναισθήματά του. Να είναι ή έστω να φαίνεται προς τα έξω δυνατός, σκληρός και άτρωτος.
Αποτέλεσμα της όλης αυτής συνεχούς καταπίεσης και της συνεχούς ανάγκης να πρέπει να δείξουν και να αποδείξουν την ανθεκτικότητα και τον ανδρισμό τους, ήταν να καταλαμβάνει ο κοινωνικός ρόλος του «άντρα» τέτοιον χώρο, ώστε να καταλήγει στο σημείο αρκετές φορές να επισκιάζει άλλους κοινωνικούς ρόλους στους οποίους συχνά, λόγω αυτού του συναισθηματικού ευνουχισμού, συναντούν δυσκολίες να προσαρμοστούν και μέσα στους οποίους αποτυγχάνουν να λειτουργήσουν και να ανταπεξέλθουν.
Η κοινωνία τους ήθελε δυνατούς. Κατέληξε όμως να τους κάνει άγριους ενίοτε και βίαιους. Τους ήθελε να είναι ατρόμητοι και εν τέλει τους έκανε τρομακτικούς. Ήθελε να τους κάνει να αποβάλλουν κάθε τυχόν ίχνος τρυφερότητας και ευαισθησίας. Τελικά, τους έκανε ψυχρούς, αποστασιοποιημένους και συναισθηματικά απόμακρους. Διότι η αλήθεια είναι πως έμαθαν επιτυχώς από πολύ νωρίς πως να ανταποκρίνονται και να χωρούν στο καλούπι και το πρότυπο του «μάτσο» άντρα που προέβαλε η κοινωνία. Δεν έμαθαν όμως πώς να στέκονται ως πατεράδες, ως σύζυγοι, ως σύντροφοι, ως αδερφοί, ως φίλοι. Μια γνώση που αγνοούν, όχι από επιλογή αλλά, επειδή κανείς δεν επεδίωξε από εκείνους να γίνουν και να κάνουν κάτι διαφορετικό. Επειδή μέλημα της κοινωνίας πρωτίστως ήταν να τους κάνει «άντρες».
Μεγάλωσαν με αυτόν τον τρόπο γενιές και γενιές ανδρών που δημιουργούσαν μια ολοζώντανη παρουσία απουσίας μέσα σε ένα σπίτι, σε μια σχέση, σε μια οικογένεια. Άντρες που το ένιωθαν ξένο και ανοίκειο να βοηθούν και να καταπιάνονται με δουλειές του σπιτιού, καθόσον θεωρούνταν «γυναικεία υπόθεση». Άντρες που το βίωναν ως άχαρο το να εκδηλώνουν τρυφερότητα, να είναι συναισθηματικοί, να δείχνουν την αγάπη τους απέναντι στα παιδιά τους καθώς και να είναι ενεργοί στη διαδικασία ανατροφής τους. Όχι επειδή δεν αγαπούν. Όχι επειδή δεν ενδιαφέρονται. Όχι επειδή δεν έχουν συναισθήματα να δώσουν. Αλλά επειδή τους ακολουθεί ακόμη το στοίχειωμα της επαναλαμβανόμενης αυτής φράσης που ερχόταν ως απάντηση στην εξωτερίκευση των δικό τους συναισθημάτων όταν ήταν αυτοί παιδιά, και η οποία σταδιακά με την πάροδο του χρόνου τους αποστέρησε την ικανότητα να εκφράζονται ελεύθερα και αυθόρμητα. Ακόμη και προς τους αγαπημένους τους.
Γι’ αυτό και σήμερα μόνο ευοίωνο κι ελπιδοφόρο θα μπορούσε να θεαθεί το γεγονός πως όλο και περισσότερες οικογένειες θραύουν αυτό το τοξικό και καταπιεστικό μοτίβο. Οικογένειες που δε βιάζονται να κάνουν τα αγόρια τους άντρες. Οικογένειες που για την ακρίβεια απαλλάσσουν τον ορισμό του άντρα από το μέχρι τώρα περιεχόμενό της. Οικογένειες που αναθρέφουν τα αγόρια τους διδάσκοντάς τα πως δεν υπάρχουν χρώματα και παιχνίδια που συνάδουν περισσότερο ή λιγότερο με την αρσενική τους φύση, ούτε σαφώς και δραστηριότητες και χόμπι η ενασχόληση με τις οποίες να θέτει υπό αμφισβήτηση τον ανδρισμό ή τη σεξουαλικότητά τους. Οικογένειες που αντί να καλλιεργούν το αίσθημα της ντροπής στα παιδιά τους κάθε φορά που αυτά προσπαθούν να εκφράσουν όσα νιώθουν, τα ενθαρρύνουν να έρθουν σε επαφή με τα συναισθήματά τους να τα εξωτερικεύσουν και να τα κατανοήσουν. Πατεράδες που απομακρύνονται από αυτό το πρότυπο του ψυχρού και αποστασιοποιημένου στυλοβάτη που συνδράμει απλώς δουλεύοντας και φέρνοντας χρήματα στο σπίτι, αλλά αντιθέτως συνδράμει και συμμετέχει ενεργά στην ανατροφή και το μεγάλωμα των παιδιών του με το να βρίσκεται δίπλα τους όχι μόνο υλικά αλλά κυρίως έμπρακτα και συναισθηματικά.
Ευοίωνο κι ελπιδοφόρο που για κάθε ένα «οι άντρες δεν κλαίνε» που ξεστομίζεται υπάρχει πάντα ένας Bloody να τραγουδάει «Γ@μώ όσους λένε ότι πως οι άντρες δεν κλαίνε φωνάζοντας είμαι παιδί με μάτια πρησμένα και κόκκινα».
