Η λέξη «όχι» συχνά φορτίζεται αρνητικά. Στην καθημερινότητα, θεωρείται ένδειξη άρνησης, απόρριψης ή ακόμη και εγωισμού. Ωστόσο, η άρνηση μπορεί να αποτελεί μια από τις πιο ουσιαστικές πράξεις αυτοπροστασίας και οριοθέτησης. Στην οικογένεια και στο κοινωνικό περιβάλλον αντίστοιχα, το «όχι» δεν είναι απλώς ένας ήχος είναι μια στάση ζωής που καθορίζει τις ισορροπίες μεταξύ σχέσεων και της ψυχικής υγείας.

Αρχικά, σε οικογενειακό επίπεδο, η δυναμική της άρνησης είναι ιδιαίτερα περίπλοκη. Από μικρή ηλικία, σχεδόν όλα τα  παιδιά μαθαίνουν ότι η υπακοή είναι αρετή, ενώ η άρνηση συνδέεται με ανυπακοή ή ασέβεια. Έτσι, το «όχι» συχνά αποσιωπάται ή αντικαθίσταται από σιωπηρή υποχώρηση. Μεγαλώνοντας, οι ενήλικες κουβαλούν αυτή την εσωτερικευμένη δυσκολία να αρνηθούν, ακόμη κι όταν οι απαιτήσεις της οικογένειας συγκρούονται με τις προσωπικές ανάγκες. Όμως η δυνατότητα να τεθούν όρια, να προστατευτεί ο προσωπικός χρόνος ή η ιδιωτικότητα, δεν αποτελεί εγωισμό αλλά υγιή αυτοεκτίμηση. Η οικογένεια μπορεί να παραμένει πυρήνας στήριξης, χωρίς να σημαίνει ότι κάθε επιθυμία της πρέπει να ικανοποιείται.

Αντίστοιχα, στο κοινωνικό επίπεδο, το «όχι» γίνεται συχνά πεδίο δοκιμασίας. Οι κοινωνίες βασίζονται σε σχέσεις συνεργασίας, αλληλεγγύης και αμοιβαίας υποστήριξης. Ωστόσο, η πίεση να ανταποκρίνεται κανείς σε κάθε πρόσκληση, υποχρέωση ή προσδοκία, μπορεί να οδηγήσει σε εξάντληση. Η αδυναμία να αρνηθεί δημιουργεί ένα συνεχές αίσθημα καθήκοντος, που με τον καιρό φθείρει την ψυχική ισορροπία. Το να ειπωθεί «όχι» σε κοινωνικές απαιτήσεις δεν σημαίνει αδιαφορία σημαίνει αναγνώριση των προσωπικών ορίων.

Η αποδοχή του «όχι» ως υγιούς πράξης αποτελεί πρόκληση. Στην ελληνική κοινωνία, όπου το «τι θα πει ο κόσμος» συχνά καθορίζει συμπεριφορές, η άρνηση θεωρείται ταμπού. Εντούτοις, η αλλαγή της οπτικής είναι αναγκαία. Το «όχι» μπορεί να αλλάξει σημασία ανάλογα με τον τρόπο σκέψης και  να σημαίνει «ναι» στον εαυτό, «ναι» στην ψυχική υγεία, «ναι» στη διατήρηση ισορροπίας ανάμεσα στις προσωπικές ανάγκες και στις εξωτερικές απαιτήσεις. Η κοινωνική εξέλιξη επιβάλλει τη συνειδητοποίηση ότι η ευγένεια δεν ταυτίζεται με την αδιάκοπη συναίνεση.

Η δύναμη του να λες «όχι» χωρίς τύψεις δε χτίζεται από τη μια μέρα στην άλλη. Απαιτεί ανατροπή  πολλών ετών κοινωνικών και οικογενειακών προτύπων. Απαιτεί συνειδητοποίηση ότι οι ανθρώπινες σχέσεις δεν διαλύονται επειδή τέθηκαν όρια, αλλά αντίθετα γίνονται πιο ειλικρινείς και λειτουργικές. Η ειλικρινής άρνηση είναι προτιμότερη από μια υποκριτική αποδοχή, που οδηγεί σε δυσαρέσκεια και σιωπηρή ένταση.

Σε πρακτικό επίπεδο, η τέχνη του «όχι» συνδέεται με την ενσυναίσθηση και τη σαφήνεια. Δε χρειάζεται σκληρότητα ούτε ενοχή. Ένα ξεκάθαρο, ευγενικό αλλά σταθερό «όχι» μπορεί να εκφράσει σεβασμό τόσο προς τον άλλον όσο και προς τον εαυτό. Στην οικογένεια, βοηθά στη διατήρηση υγιών σχέσεων μακροπρόθεσμα τόσο με τους κοντινούς συγγενείς όσο και με τους μακρινούς. Στο κοινωνικό πλαίσιο, δημιουργεί χώρο για πιο γνήσιες συνδέσεις και αποτρέπει την εξουθένωση, κυρίως την ψυχική.

Τελικά, η αξία του «όχι» έγκειται στην ελευθερία που προσφέρει. Είναι η δήλωση ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να ορίζει τα όριά του, να προστατεύει την ενέργεια και τις ανάγκες του. Δεν είναι πράξη αποξένωσης αλλά πράξη δύναμης. Μια κοινωνία που μαθαίνει να αποδέχεται το «όχι» με σεβασμό, είναι μια κοινωνία που προάγει την ισότητα και την ψυχική ευημερία.

Το «όχι» χωρίς τύψεις είναι τελικά η υπενθύμιση ότι η αγάπη, η φιλία και η κοινωνική ζωή δε στηρίζονται στη διαρκή υποχώρηση, αλλά στην ειλικρίνεια και τον αμοιβαίο σεβασμό. Είναι το κλειδί που μετατρέπει τις σχέσεις σε ουσιαστικές, γιατί μόνο εκεί όπου υπάρχουν όρια, υπάρχει και πραγματική ελευθερία.

Κάθε << όχι>> που εκφράζεται χωρίς τύψεις είναι ένας σπόρος ελευθερίας που όταν φυτρώσει δημιουργεί σχέσεις πιο αληθινές, πιο καθαρές, πιο ανθρώπινες. Δηλαδή, δεν εκφράζει τέλος αλλά αρχή.

Συντάκτης: Ράνια Λιάσκου
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη