Οι ρίζες μου είναι από τη Βόρεια Ήπειρο, από ένα μικρό ελληνόφωνο χωριό που ανήκει στην Αλβανία. Όταν άνοιξαν τα σύνορα, ο πατέρας μου πήρε την απόφαση να φύγει πρώτος, με άγνωστο μέλλον και άπειρες δυσκολίες. Σιγά-σιγά έφερε και τη μητέρα μου, κι εκείνοι μαζί ξεκίνησαν μια καινούρια ζωή από το μηδέν. Με κόπο, δουλειά και επιμονή κατάφεραν να φτιάξουν οικογένεια και να δώσουν σε εμένα και την αδερφή μου όσα μπορούσαν. Εγώ γεννήθηκα εδώ, πήγα σχολείο, σπούδασα και σήμερα κάνω το μεταπτυχιακό μου. Κουβαλάω περηφάνια για την καταγωγή μου και, κυρίως, για τις θυσίες τους. Στο χωριό που μεγάλωσα δεν αισθάνθηκα ποτέ ρατσισμό, γιατί ήμασταν πολλοί με κοινές ρίζες. Όμως η στιγμή που πόνεσε περισσότερο ήρθε αργότερα, μέσα από μια σχέση, όταν συνάντησα ρατσισμό εκεί που δεν το περίμενα ποτέ: στην οικογένεια του συντρόφου μου.
Μεγαλώνοντας στο χωριό δε βίωσα ποτέ ρατσισμό. Αντιθέτως, ένιωθα μια ιδιαίτερη ασφάλεια που με έκανε να μιλάω ανοιχτά για την καταγωγή μου χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο πατέρας μου, όταν πρωτοήρθε, έμεινε για λίγο σε μια κατασκήνωση μεταναστών κι έπειτα βρήκε δουλειά στο χωριό που θα γινόταν και το δικό μου σπίτι. Από εκεί ξεκίνησαν όλα σιγά-σιγά, με κόπο αλλά και πίστη ότι μπορούν να σταθούν ξανά στα πόδια τους. Κι εγώ, μεγαλώνοντας σε αυτό το περιβάλλον, έμαθα να νιώθω περήφανη για τις ρίζες μου. Όταν πέρασα στις σπουδές μου, δεν έκρυψα ποτέ την ταυτότητά μου, ακόμη κι αν γύρω μου άκουγα συχνά σχόλια για άτομα από την Αλβανία ή άλλες περιοχές. Σε κάθε συζήτηση τούς υπερασπιζόμουν, γιατί για μένα δεν υπήρχε χώρος για προκαταλήψεις. Η κοινωνία μέχρι τότε δε με είχε στιγματίσει και οι φίλοι μου, που οι περισσότεροι είχαν ίδιες ρίζες με εμένα, με έκαναν να πιστεύω ότι ο ρατσισμός ήταν κάτι μακρινό.
Μετά από κάποιο διάστημα μπήκα σε μια σχέση που φαινομενικά δεν είχε τίποτα διαφορετικό από τις προηγούμενες. Οι γονείς του συντρόφου μου ήταν οικονομικά άνετοι, είχαν «φτιάξει» τη ζωή τους και αυτό τους έδινε μια αίσθηση ανωτερότητας. Στην αρχή δεν είχα αντιληφθεί κάποια προκατάληψη, όλα έμοιαζαν ομαλά, μέχρι που άρχισε να ξεδιπλώνεται η στάση της μητέρας του απέναντί μου. Χωρίς να το λέει ανοιχτά, με τον τρόπο της, με θεωρούσε κατώτερη για τον γιο της. Σχόλια ειρωνικά, βλέμματα απαξίωσης, φράσεις που έμοιαζαν αθώες αλλά ήταν γεμάτες υπονοούμενα.
Για εκείνη, η καταγωγή μου ήταν «στίγμα», κάτι που μείωσε αυτόματα την αξία μου. Δεν έβλεπε τα όσα είχα καταφέρει, δεν αναγνώριζε πως, παρ’ όλο που οι γονείς μου ξεκίνησαν από το μηδέν, κατάφεραν να φτιάξουν οικογένεια, να μας μεγαλώσουν με αξιοπρέπεια και να μας δώσουν τη δυνατότητα να σπουδάσουμε. Εγώ έφτασα ως το μεταπτυχιακό και παρ’ όλα αυτά, για εκείνη ήμουν πάντα «η άλλη». Η συμπεριφορά της με πλήγωνε βαθιά και με θύμωνε, γιατί ήξερα ότι ήταν άδικη. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς κάποιος μπορεί να αγνοεί τόσο τη δύναμη που κρύβεται πίσω από την ιστορία μιας οικογένειας, μόνο και μόνο για να μείνει κολλημένος σε στερεότυπα. Κι όσο κι αν προσπαθούσα να το αγνοήσω, τα μειωτικά σχόλια συνέχιζαν να με βαραίνουν, κάνοντάς με να συνειδητοποιώ πως ο ρατσισμός μπορεί να κρύβεται εκεί που δεν το περιμένεις.
Κάπου εκεί συνειδητοποίησα ότι ο ρατσισμός δεν περιορίζεται σε ξένους ή άτομα που δε σε γνωρίζουν· μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και μέσα σε οικεία πρόσωπα, σε ανθρώπους που σε ξέρουν, που γνωρίζουν τις προθέσεις σου και ποιο άτομο είσαι, και παρ’ όλα αυτά σε στιγματίζουν λόγω της καταγωγής σου. Οι αντιδράσεις μου ήταν πάντα ξεκάθαρες- δεν άφηνα τίποτα να περάσει αναπάντητο. Ακόμα και με τη σχέση μου υπήρξαν εντάσεις για τέτοιες συμπεριφορές γιατί η θέση που έπρεπε να υπάρξει, εν τέλει δεν υπήρχε.
Τελικά, η σχέση τελείωσε, και σήμερα μπορώ να πω μόνο ένα πράγμα: καλύτερα έτσι. Δε θα μπορούσα ποτέ να μένω σε ένα περιβάλλον όπου ο ρατσισμός ή η απαξίωση είναι φυσιολογικό μέρος της καθημερινότητας. Η περηφάνια μου για την οικογένειά μου είναι αδιαπραγμάτευτη, και δε θα άφηνα κανέναν να την αμφισβητήσει. Ακόμα και τα σχόλια που υποτίθεται είχαν καλή πρόθεση ή ήταν «αστεία» είχαν την ίδια τοξική δύναμη, επηρεάζοντας την αξιοπρέπεια και την ψυχολογία μου. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς κάποιοι άνθρωποι μπορούν να κρίνουν το υπόλοιπο ανθρώπινο είδος βάσει καταγωγής, χρώματος ή γλώσσας, χωρίς να βλέπουν την προσπάθεια, τη δύναμη και την αφοσίωση των ανθρώπων που παλεύουν για ένα καλύτερο μέλλον, φέρνοντας μαζί τους ιστορίες, θάρρος και αξίες που δεν μπορούν να μετρηθούν με προκαταλήψεις.
Όλες αυτές οι εμπειρίες δε με λύγισαν ποτέ. Δεν άλλαξα την άποψή μου ούτε τη στάση μου απέναντι στον ρατσισμό. Αντίθετα, με έκαναν πιο δυνατή, πιο αποφασισμένη να στέκομαι με περηφάνια για όσα είμαι και για όσα προέρχομαι. Άρχισα να καταλαβαίνω ποιοι άνθρωποι αξίζουν πραγματικά να βρίσκονται στη ζωή μου και ποιοι όχι. Η ιδέα ότι κάποιος μπορεί να με θεωρεί κατώτερη μόνο λόγω της καταγωγής μου δεν έχει καμία δύναμη να με καθορίσει ή να με χαρακτηρίσει ως άνθρωπο. Δεν μπορεί να αγγίξει την ουσία μου.
Η ανθρωπότητα έχει προοδεύσει τόσο, κι όμως ακόμα υπάρχουν προκαταλήψεις, στερεότυπα και κρίσεις βασισμένες σε χρώμα, γλώσσα ή καταγωγή. Και εκεί ακριβώς συνειδητοποίησα κάτι σημαντικό: ο ρατσισμός λέει πολλά για αυτόν που τον εκφράζει, αλλά τίποτα για εκείνον που τον δέχεται. Είναι ένα καθρέφτισμα της δικής τους περιορισμένης οπτικής και αδυναμίας, όχι μια αλήθεια για εμάς. Κάθε εμπόδιο, κάθε αρνητική στάση, με έκανε να εκτιμώ περισσότερο τις ρίζες μου και τη δύναμη της οικογένειάς μου.
Η εμπειρία μου με τον ρατσισμό με δίδαξε ότι η περηφάνια για τις ρίζες μας και η πίστη στις αξίες της οικογένειας δεν μπορεί να κλονιστεί από κανέναν. Κάθε σχόλιο, κάθε απαξιωτική στάση, αντί να με μειώσει, με έκανε πιο δυνατή και πιο αποφασιστική να υπερασπίζομαι ποια είμαι. Συνειδητοποίησα ότι ο ρατσισμός λέει περισσότερα για όσους τον εκφράζουν παρά για εκείνους που τον δέχονται, και ότι οι προκαταλήψεις δεν μπορούν να προσδιορίσουν την αξία μας. Η ιστορία της οικογένειάς μου, η προσπάθεια και οι θυσίες τους, είναι η απόδειξη ότι η καταγωγή δε μειώνει κανέναν. Αντίθετα, δίνει δύναμη, έμπνευση και υπερηφάνεια που κανένας δεν μπορεί να αγγίξει. Στο τέλος, η αλήθεια και η αξιοπρέπεια παραμένουν πάντα δικές μας.
