Αν προσπαθήσεις να θυμηθείς ποιο ήταν το χαρακτηριστικό εκείνο που σε έκανε να νιώσεις έλξη για τον σύντροφό σου, ποιο θα επέλεγες; Σίγουρα πρώτα σου έρχονται στο μυαλό η εμφάνιση, το χαμόγελο ή ακόμη και η μυρωδιά του. Και φυσικά, αφού είναι τα πρώτα πράγματα με τα οποία έρχονται σε επαφή οι αισθήσεις μας. Μια όμορφη και προσεγμένη εμφάνιση τραβάει το βλέμμα, ενώ η μυρωδιά χτυπάει στην πιο δυνατή μας αίσθηση, την όσφρηση. Μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε οικειότητα, ζεστασιά ή ερωτισμό. Κι ενώ όλα αυτά αποτελούν ίσως το «κλειδί» για να προσέξουμε κάποιον, άλλος είναι ο λόγος που τον ερωτευόμαστε. Κι αυτός είναι η ευφυΐα. Ναι καλά διάβασες. Σε μια έρευνα που διεξήχθη, το 80% των συμμετεχόντων απάντησαν πως αυτό που τους ελκύει στο έτερον τους ήμισυ είναι η εξυπνάδα. Και μάλιστα τόνισαν πως είναι «απαραίτητο» ή «πολύ σημαντικό» στοιχείο. Μάλιστα, το 89% απάντησε πως θα ήθελε να σχετίζεται με κάποιον κατά πολύ πιο μορφωμένο ή έξυπνο.
Ενώ η ομορφιά και όλα τα χαρακτηριστικά εκείνα που κάνουν κάποιον ελκυστικό παίζουν σίγουρα τον ρόλο τους, η ευφυΐα φαίνεται πως τα κερδίζει. Κι αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός η εξυπνάδα συνήθως συνοδεύεται και με άλλα εξίσου θαυμαστά στοιχεία. Όπως το χιούμορ, η δημιουργικότητα, η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, η ευστροφία σε καθημερινά ζητήματα κ.α. Ενώ η μόρφωση καθιστά κάποιον αμέσως πιο ελκυστικό, αφού είναι κάτι για το οποίο έχει μοχθήσει και δεν του ήρθε τυχαία. Θαυμάζουμε έναν άνθρωπο που του αρέσει η γνώση, που είναι σκεπτόμενος, ανοιχτόμυαλος και μπορεί να επικοινωνήσει εποικοδομητικά.
Βέβαια, πέραν αυτών των χαρακτηριστικών, ένας βασικός λόγος που παίζει ρόλο στη σύνδεση δύο ανθρώπων είναι το timing, όπως αναφέρει η Helen Fisher, Ph.D., ανθρωπολόγος, συνεργάτιδα του Kinsey Institute και συγγραφέας του βιβλίου «The Anatomy of Love: A Natural History of Mating, Marriage, and Why We Stray». Χαρακτηριστικά μάλιστα λέει: «Αν δεν είστε έτοιμοι για μια σχέση, δεν θα προσέξετε καν τον εξυπνότερο άνθρωπο στο δωμάτιο, ακόμα και αν κάθεται στα πόδια σας».
Ενώ η ειδικός δεν πιστεύει πως τα ετερώνυμα έλκονται. Καθώς όπως αναφέρει: «Τείνουμε να ερωτευόμαστε άτομα που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης, εμφάνισης, με τις ίδιες θρησκευτικές και κοινωνικές αξίες και κοινούς στόχους αναπαραγωγής».
Εν συνεχεία παρουσιάζει διεξοδικά τα ευρήματά της σχετικά με την «ερωτική χημεία». Εξηγεί πως τέσσερις βασικές κατηγορίες ορμονών επίσης παίζουν το ρόλο τους στην επιλογή ερωτικού συντρόφου: η ντοπαμίνη, η σεροτονίνη, η τεστοστερόνη και τα οιστρογόνα.
Άτομα με υψηλά επίπεδα ντοπαμίνης τείνουν να ταιριάζουν μεταξύ τους, καθώς κι οι δύο αναζητούν νέες εμπειρίες και περιπέτειες, ενώ από την άλλη ζευγάρια με υψηλά επίπεδα σεροτονίνης είναι πιο συντηρητικά, συγκρατημένα και πειθαρχημένα. Από την άλλη όμως, όταν μιλάμε για την τεστοστερόνη και τα οιστρογόνα, εκεί η συγγραφέας επισημαίνει ότι τα ετερώνυμα όντως έλκονται. Αφού, με βάση τα ευρήματά της, άτομα με υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης, μιας ορμόνης που συνδέεται με το αναλυτικό πνεύμα, την αμεσότητα, την αποφασιστικότητα αλλά και το πείσμα, συχνά ταιριάζουν με συντρόφους με ανεβασμένα οιστρογόνα, δηλαδή με αναπτυγμένη φαντασία, ευαισθησία, ενσυναίσθηση, λεκτικές και επικοινωνιακές δεξιότητες.
Αν γυρίσεις λοιπόν τώρα στην πρώτη ερώτηση και αναλογιστείς ξανά γιατί επέλεξες τον σύντροφο που επέλεξες, ίσως συνειδητοποιήσεις κι εσύ ότι η έρευνα αυτή μάλλον τα λέει καλά. Μπορεί να μας αρέσει το περιτύλιγμα, αλλά αν το περιεχόμενο είναι «κενό», βαριόμαστε γρήγορα.
