Θεσσαλονίκη. Δεκαπενταύγουστος. Έτος, αδιάφορο. Ανέκαθεν ήμουν υπερασπιστής της πόλης, σε κάθε τέτοια νεκρή περίοδο. Ενώ όλοι οι κοινοί θνητοί έπαιρναν άδειες και εγκατέλειπαν την πόλη του φωτός, του έρωτα και της μπουγάτσας στο έλεός της, εγώ και οι λίγοι εκλεκτοί υπερασπιστές παραμέναμε εκεί, στιβαροί και αγέρωχοι, έτοιμοι να κρατήσουμε δαμασμένο το Κράκεν, και τα άλλα πλάσματα της αβύσσου του Θερμαϊκού κόλπου.

Εν ώρα καθήκοντος λοιπόν, εγώ και οι τρεις εκλεκτοί μου συνεργάτες, η τότε κοπέλα μου και άλλοι δυο φίλοι (επίσης ζευγάρι), απολαμβάναμε στωικά το ποτό μας και τη νεκρική σιγή που επικρατούσε.

Όλα κυλούσαν ομαλά και παντού επικρατούσε ηρεμία και γαλήνη. Μα ξαφνικά, όλα άλλαξαν.

Μια διαφορετική αύρα έκανε την εμφάνιση της για να διαταράξει την ήρεμη ατμόσφαιρα. Τριγύρω μου έβλεπα πλέον βλέμματα γεμάτα παράνοια και πονηριά. Άλλωστε όλα από ένα βλέμμα ξεκινούν.

Η κοπέλα μου με κοίταξε, και έπειτα τους υπόλοιπους, δαγκώνοντας το κάτω χείλος της και γελώντας. Έσκυψε επιδεικτικά, ψάχνοντας για αρκετή ώρα στην τσάντα της ενώ το βλέμμα μου είχε καρφωθεί πάνω της. Μετά από λίγο, έβγαλε μια τράπουλα στο τραπέζι.

Δεν εντυπωσιάστηκα με την πρόταση της. Ήξερα την καφρίλα που κουβαλούσε στο κεφάλι της. Εκεί που όντως εντυπωσιάστηκα όμως, ήταν με την αποδοχή των άλλων. Αυτό, ομολογώ δεν το περίμενα. Και κάπως έτσι ξεκινήσαμε μια απλή, φαινομενικά αθώα παρτίδα strip-poker.

Η παρτίδα δεν τελείωσε ποτέ. Και δεν τελείωσε, γιατί πολύ απλά όλοι μας θα ήμασταν πολύ σύντομα νικητές. Μετά από περίπου μισή ώρα, οι θυληκές υπάρξεις της παρέας κατέληξαν γυμνές να παρακολουθούν το παιχνίδι.

Κάπου εδώ θα σημειώσω πως η βλακεία που δέρνει τον άντρα και τον κάνει να μετατρέπει τα πάντα σε αγώνα, μου φάνηκε για πρώτη φορά χρήσιμη. Διότι ενώ συνεχίζαμε την παρτίδα, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, οι άλλες είχαν ήδη ξεκινήσει ένα τελείως διαφορετικό παιχνίδι. Ένα παιχνίδι αντιπερισπασμού.

Τα γεγονότα που ακολούθησαν θύμιζαν cult σκηνές από παλιά underground μαφιόζικη ταινία. Πόκερ, ουίσκι και 2 γυμνές καλλονές να τρίβονται πάνω μας έχοντας θέσει σε ισχύ όλη τους την σεξουαλικότητα. Κατά βάθος περιμέναμε όλοι τον Al Pacino να σκάσει μύτη με ένα ημι-αυτόματο και να μας γαζώσει όλους φωνάζοντας μέσα στη νύχτα «Say hello, to my little friend».

Το παιχνίδι είχε αλλάξει, και το κατάλαβα όταν πήγα να ανταποκριθώ. Άπλωσα το χέρι μου στην μέση της. Με απώθησε και ανταποκρίθηκε με μια γυριστή σφαλιάρα, όλη για πάρτη μου.

Να πω πως με χάλασε; Θα πω ψέματα. Με κοίταξε έντονα για μερικά δευτερόλεπτα. «Παίζε» με διέταξε. Και επέστρεψε σε αυτά που έκανε πριν.

Το παιχνίδι τους σύντομα μεταφέρθηκε κάτω από το τραπέζι. Δεν πέρασαν ούτε λίγα λεπτά, μέχρι που ξαφνικά έσκυψε στο αυτί μου και μου ψιθύρισε «Αν σκύψεις, θα σε δαγκώσω».

Την κοίταξα σκαλωμένος, και έπειτα τον φίλο μου που καθόταν απέναντι μου, ενώ οι 2 τους, χώθηκαν κάτω από το τραπέζι.

Δεν μοιράστηκαν άλλα φύλλα. Η παρτίδα έληξε εκεί, αφού μόλις αφαιρέθηκε το τελευταίο μας «ποντάρισμα».

Αυτό που συνέβαινε ήδη ξεπερνούσε κάθε προοπτική που ο καθένας μας μπορεί να είχε για εκείνο το βράδυ. Δεν υπήρχε γυρισμός πλέον. Όλοι μας ξέραμε τι κατάληξη θα υπήρχε, και απλώς εκείνη την στιγμή αποφάσισα να το ρισκάρω.

Έσκυψα να κοιτάξω κάτω από το τραπέζι. Δεν πρόλαβα να αντιδράσω. Η καριόλα δεν μπλόφαρε. Τα βλέμματα μας συναντήθηκαν για κλάσματα του δετερολέπτου. Με κοίταξε με μίσος και με δάγκωσε.

Αντανακλαστικά, το χέρι μου ανταπέδωσε την σφαλιάρα που η ίδια μου είχε ρίξει νωρίτερα. Σταμάτησε. Το κυρίαρχο της βλέμμα δεν υπήρχε πλέον. Οι ισορροπίες άλλαξαν.

Σηκώθηκα, την έβγαλα από το τραπέζι, και σαν νεάντερνταλ άρχισα να την κουβαλάω προς την κρεβατοκάμαρα, κάνοντας νεύμα στους υπόλοιπους να ακολουθήσουν.

Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό. Ίσως να νόμιζα πως οι άλλοι σκέφτονταν το ίδιο με μένα: Ό,τι κι αν γινόταν, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μόνο ως ωμό, στεγνό, ζωώδες ένστικτο. Όποιος διανοήθηκε να βάλει μέσα συναισθηματισμούς, έπρεπε να είχε φύγει εδώ και ώρα. Εκείνη την στιγμή, ο ένας για τον άλλον δεν ήμασταν, και ποτέ δεν θα γινόμασταν, τίποτα παραπάνω από ένα κομμάτι κρέας.

Καλώς ή κακώς, αποδείχτηκε πως λίγο πολύ και οι 4 μας συμφωνούσαμε. Και το κατάλαβα όταν λίγα λεπτά αφού μπήκα στην κρεβατοκάμαρα με την κοπέλα μου στον ώμο, οι άλλοι 2 ακολούθησαν και κατέληξαν στο ίδιο κρεβάτι.

Από εκεί και πέρα, δεν υπήρξε άλλος ενδοιασμός. Οποιαδήποτε σκέψη απλά χανόταν μέσα σε ένα συνοφύλευμα από κραυγές και μουγκρητά.

Εκείνη την στιγμή, ή καλύτερα, τις πολλές στιγμές, είχαμε απλά γυρίσει πίσω στα χρονικά των σπηλαίων. Και ως γνωστόν, ο άνθρωπος είναι κοινωνικό όν, και είναι στην φύση του το να «μοιράζεται».

Και όπως ήταν λογικό, στην ήδη πρωτόγονη ατμόσφαιρα που επικρατούσε, δεν άργησαν να γίνουν οι πρώτες «τράμπες».

Αλλά κάπου εδώ, φίλε αναγνώστη θα επικαλεστώ τη φαντασία σου. Άλλωστε όταν τελείωσε η βραδιά, και οι 4 μας ξυπνήσαμε με κενά μνήμης. Η ιστορία αυτή ειπώθηκε με 4 διαφορετικές εκδοχές, και εγώ απλά ενώνω τα κομμάτια όσο καλύτερα μπορώ. Δεν είναι και πολλοί οι πιθανοί συνδυασμοί άλλωστε στα 4 άτομα. Βάλε τη φαντασία σου να δουλέψει.

Όσο για το τι ακολούθησε την επόμενη μέρα, αρκεί μόνο να πω πως μέχρι το τέλος του ίδιου Αυγούστου, και οι 4 μας μείναμε μπακούρια.

Και μπορεί να μην ξαναμιλήσαμε ποτέ μετά από εκείνο τον Αύγουστο, αλλά εγώ πάντα θα λέω πως το σεξ φέρνει τους ανθρώπους κοντά. Είναι σαν πρακτική ψυχοθεραπεία ρε παιδί μου, πώς να το κάνουμε.

Και καμιά φορά, και εγώ, και εσύ και όλοι μας, χρειαζόμαστε ένα καλό «Group Therapy».

 

Συντάκτης: Δημήτρης Τσοντάκης