Αν φοβάσαι, αν κάτι δε σου κολλάει, αν το σκηνικό είναι πολύ μουντό για το κόκκινο της καρδιάς σου, άνοιξε την πόρτα και τρέξε!

Θα σου μιλάω στον ενικό, δεν είναι ο αριθμός που χτίζει τον σεβασμό, άλλωστε. Άλλαξε ρούχα, βάλε κάτι άνετο και πάμε μια βόλτα. Πρέπει να μιλήσουμε. Να πάρεις κάποιες αποφάσεις. Για τη ζωή σου. Για την ευθύνη που έχεις σ’ αυτή τη ζωή.

-Τι με κοιτάς; Πες κάτι…

-Ποιος  είσαι;

-Θα με θυμηθείς στον δρόμο! Άντε τώρα να αλλάξεις… Μετά τη βόλτα μας αυτή τίποτα δε θα ‘ναι ίδιο. Απ’ αύριο κιόλας τα πράγματα θα είναι αλλιώς. Η βόλτα μας θα τ’ αλλάξει. Εσύ θα τ’ αλλάξεις.

Το να αντιλαμβάνεσαι πόσα λόγια κρύβουν οι πράξεις είναι μεγάλη γοητεία. Κι αυτό είναι μόνο η αρχή!

-Πού πάμε;

-Εσύ θα διαλέξεις.

-Εγώ;

-Ναι, εσύ! Πες μου τώρα για τα χθεσινά και θα καταλάβεις πόσο δίκιο έχω.

-Τι να σου πω;

Απλά βαρέθηκα. Ήταν καταπιεστικός. Με έπνιγε. Δε με άφηνε να δω καθαρά ποιο ήταν το καλό μου. Κάποιες φορές –σχεδόν πάντα, δηλαδή– περνούσε το δικό του. Δεν ξέρω αν αυτός ήταν τόσο δυνατός ή οι επιθυμίες μου ανίσχυρες! Ένα μονάχα ξέρω∙ ήταν επικίνδυνος. Απειλούσε τον αυτοσεβασμό μου και την αυταξία μου. Σε κάθε σχέση, σε κάθε επίπεδο. Μου στερούσε τα όνειρα με τον χειρότερο τρόπο. Δε με άφηνε καν να προσπαθήσω γι’ αυτά.

Πόνταρε στην αδυναμία μου αυτήν και τα κατάφερνε, τα κατάφερνε περίτρανα μέχρι εκείνο το βράδυ που μπούχτισα. Αηδίασα με μένα όπως είχα καταντήσει. Μπούχτισα να τον αισθάνομαι πάνω μου, να τον ακούω γύρω μου, να τον ακολουθώ, να τον αποφεύγω. Ήταν ώρα να τον διώξω. Να διώξω επιτέλους αυτό το ρεμάλι που άκουγε στο όνομα «φόβος» και να πάρω μια ανάσα. Μια θαρραλέα ανάσα.

-Επιτέλους μιλάς σαν εμένα.

-Με θυμήθηκες τώρα;

-Δε σε ξέχασα ποτέ απλά φοβόμουν αυτό το πρόσωπο στον καθρέφτη.

Ναι, είναι γεγονός. Κανένας άλλος εκεί έξω, δεν μπορεί να κάνει κάτι για σένα αν εσύ πρώτος δεν το θελήσεις. Ξύπνα τώρα, ξημέρωσε. Κάνε καφέ και σκέψου αυτά που είπαμε.

Γιατί φοβάσαι; Φοβάσαι να εκφραστείς. Φοβάσαι να αγαπήσεις. Φοβάσαι μην κάνεις λάθη. Φοβάσαι το αύριο και ξεχνάς το παρόν. Φοβάσαι μη χάσεις τη δουλειά σου. Φοβάσαι το ταξίδι που καιρό τώρα έχεις αναβάλει. Φοβάσαι να πεις «όχι». Φοβάσαι τα όνειρα που άφησες στη μέση. Φοβήθηκες να τα κυνηγήσεις. Φοβάσαι πολύ, γενικά!

Το μοναδικό πράγμα που πρέπει να φοβάσαι είναι ο ίδιος ο φόβος. Γιατί είναι ύπουλος και καταθλιπτικός. Το περίβλημά του σε στοιχειώνει, σε ακινητοποιεί, σε περιορίζει. Πέτα, λοιπόν, τους παραμορφωτικούς φακούς που σου πλασάρανε για αναγκαιότητα και δες με μάτια καθαρά.

Ο φόβος κάνεις τους ανθρώπους μίζερους, υπάκουους, αδρανείς, δέσμιους των ονείρων τους, των προσδοκιών τους. Κατακλύζει τις ζωές τους αθόρυβα και πλήττει τις κοινωνίες. Δες γύρω σου, δες μέσα σου. Οι άνθρωποι φοβούνται, φοβούνται πολύ. Κι είναι λυπηρό.

Μην ακολουθείς πάντα αυτό το καταστροφικό –κάποιες φορές– ένστικτό σου γιατί θα σε κάνει έναν δειλό. Θα υποβιβαστείς σαν άνθρωπος και το χειρότερο; Θα το έχεις επιτρέψει εσύ στον εαυτό σου. Επιδίωξε τη δράση, την πρωτοβουλία, το ρίσκο για κάτι καλύτερο. Το να ζεις χωρίς φόβο, βέβαια, δε σημαίνει ότι πρέπει να αγνοήσεις κάποιους κινδύνους ή να υπερεκτιμήσεις καταστάσεις και πρόσωπα. Ίσα-ίσα, όταν δε φοβάσαι η σωστή αξιολόγηση των πραγμάτων είναι πιο εφικτή.

Όλοι κάτι φοβόμαστε. Άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο. Δεν είναι παράξενο να έχεις φόβους. Παράξενο είναι να τους αφήνεις να οδηγούν τη ζωή σου. Μόνο όταν εκτιμάς ορθά τα γεγονότα παύεις να φοβάσαι και να εθελοτυφλείς. Μόνο τότε ζυγίζεις με ακρίβεια τις ανθρώπινες ανάγκες, τις ανάγκες σου και πας ένα βήμα παραπέρα. Γιατί όταν εσύ αποφασίσεις να παλέψεις για τη ζωή σου μόνο τότε μπορεί να τα καταφέρεις. Όταν ξέρεις να προστατεύεσαι από αυτούς που τείνουν να σε εκμεταλλευτούν, δεν τους φοβάσαι.

Να είσαι γενναίος υπερασπιστής του εαυτού σου, των γύρω σου. Η διαφορά, λένε, ανάμεσα σ’ έναν θαρραλέο άνθρωπο και σ’ έναν δειλό δεν είναι πως ο θαρραλέος δε νιώθει φόβο ενώ ο δειλός νιώθει. Η ειδοποιός διαφορά τους βρίσκεται στο ότι ο θαρραλέος άνθρωπος προχωράει παρά τον φόβο του, ενώ ο δειλός σταματάει εξαιτίας του φόβου. Κι οι δυο φοβούνται∙ μην το ξεχνάς!

Κι όπως είχε πει κι ο μεγάλος Νίκος Καζαντζάκης όταν φοβάσαι «κοίταξε τον φόβο κατάματα κι αυτός θα φοβηθεί και θα φύγει». Αυτό είναι το κόλπο!

Συντάκτης: Ευγενία Μπακιρλή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη