«Να την προσέχεις, –μου έλεγε η μάνα μου– γιατί  αν η πίεση μέσα στη χύτρα αυξάνεται συνεχώς χωρίς να εκτονώνεται μέσω του ρυθμιστή πίεσης ή της βαλβίδας, τότε σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει άμεσος κίνδυνος έκρηξης»! Ε, αυτό ακριβώς, για να αποφύγω το μπαμ το ‘ριχνα στη συζήτηση. Πάντα σιχαινόμουν αυτές τις στιγμές που το κεφάλι σου μοιάζει έτοιμο να εκραγεί λόγω συσσωρευμένης πίεσης.

Να φταίνε οι ρυθμοί της σύγχρονης ζωής και το άγχος που έχει εγκατασταθεί μόνιμα στη ζωή σου; Να φταίει η ρουτίνα που σε έφτασε στα όριά σου; Η μήπως εκείνα τα προβλήματα στις σχέσεις σου και τη δουλειά που ολοένα και σε πιέζουν; Όποιος κι αν είναι ο λόγος, η αϋπνία σου γινόταν πιο έντονη όταν τα φώτα έσβηναν κι ο διακόπτης των σκέψεων γύριζε αυτόματα στο on.

Η νύχτα όσο σκοτεινή είναι άλλο τόσο φωτεινή μπορεί να γίνει, αυτό να κρατήσετε! Έχει μια κρυφή μαγεία,  μια μυστική ηρεμία που γίνεται δύναμη και ξεπροβάλλει μόνο αν πιστεύεις σ΄ αυτήν. Διότι τη νύχτα σου δίνεται η δυνατότητα να έρθεις σε επαφή με τις πιο βαθιές επιθυμίες και τις ανησυχίες σου ανακαλύπτοντας έτσι μια άλλη πτυχή του χαρακτήρα σου, πιο πραγματική, πιο τσαλακωμένη. Οι σκέψεις σου χρειάζονται ηρεμία για να γίνουν κουβέντες κι η νύχτα συμβάλλει σ’ αυτή την ηρεμία που χρειάζεσαι.

Εγώ, τέτοιες κουβέντες τις ονομάζω «ανάγκη». Μια κουβέντα που γίνεται μες στη νύχτα δεν μπορεί να μην είναι ανάγκη. Είναι η ανάγκη σου να ακουστείς, να ξελαφρώσεις, να μοιραστείς, να διαφωνήσεις ή να ταυτιστείς, να μάθεις γιατί και πώς, να κλάψεις ή να γελάσεις και να πάψεις. Να πάψεις να σκέφτεσαι τα ίδια και τα ίδια. Έχεις ανάγκη να τα βάλεις όλα στο τραπέζι και να τα εξετάσεις μέχρι να βάλεις μια τάξη στις σκέψεις σου.

Ακόμα κι αν δεν τα καταφέρεις, είναι ωραίο να συζητάς γι’ αυτά τα μικρά τερατάκια που σου κλέβουν τον ύπνο. Ακόμα κι αν κάποια είναι μεγάλα κι έχουν κι όνομα! Είναι ωραίο να μοιράζεσαι οτιδήποτε σε κρατάει ξύπνιο. Τις περισσότερες φορές ούτε άκρη θα βγάλεις ούτε τάξη θα βάλεις. Θα καταλήξεις, όμως, να μιλάς διεξοδικά γι’ αυτά που σε απασχολούν κι η συζήτηση θα αποκτά νέα παρακλάδια και θα παίρνει νέα τροπή.

Και κάπου εκεί μιλώντας ειδικά και γενικά και ξανά ειδικά θα αισθανθείς μια αποφόρτιση για όσα είχες υπερεκτιμήσει κι αναλύσει. Θα βρεθείς να δίνεις συμβουλές όταν εσύ πρώτος είχες εκπέμψει sos. Θα συνοφρυώνεσαι και θα ζητάς να σου εξηγήσουν ό,τι δεν κατάλαβες. Θα περνάει η ώρα κι η συζήτηση θα γίνεται όλο κι πιο ενδιαφέρουσα. Γιατί δυο άνθρωποι που κάνουν μια ουσιώδη συζήτηση γύρω από ένα θέμα προσπαθούν να βρουν ένα νόημα. Ένα νόημα, να το επιβάλλουν πρώτα απ’ όλα στον εαυτό τους. Γιατί έτσι είναι ο άνθρωπος εξωθείται να βρίσκει νόημα στη ζωή του. Διακατέχεται από μια σφοδρή επιθυμία να συνδέεται με ομοίους του.

Τέτοιου είδους βραδινές συζητήσεις είναι πηγές ενέργειας, καθώς ανανεώνεσαι ψυχολογικά κι όχι απαραίτητα επειδή βρήκες λύσεις, αλλά επειδή μοιράστηκες τις σκέψεις σου.  Ακροατές και συνομιλητές τέτοιων συζητήσεων κατά ένα μεγάλο ποσοστό είναι φίλοι. Δεν αποκλείεται, όμως, να είναι και κάποιοι απλοί  γνωστοί ή κι άγνωστοι, που απλά μοιράστηκαν την περίεργη αυτή ατμόσφαιρα της βραδιάς. Μια ατμόσφαιρα που οδήγησε σε μια πολύ όμορφη κουβέντα.

Οι φιλοσοφίες εκατέρωθεν έδωσαν ρεσιτάλ, μα οι δάσκαλοι έμοιαζαν περισσότερο σε ανυπότακτους μαθητές. Δάσκαλοι που μόνο εδίδασκαν! Το πρωί όλα ήταν ξεκάθαρα! Η ανανέωση κι η αποσυμπίεση έρχεται μετά την κουβέντα.

Συντάκτης: Ευγενία Μπακιρλή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη