Τρεις μέρες, όχι μία ούτε δύο, τρεις ολόκληρες μέρες στεγνώνει το βρακί στην απλώστρα κι ακόμα μούσκεμα είναι. Χειμώνας, θα μου πεις, με τόση υγρασία και βροχή δε θα ΄χω πια ρούχο –­ούτε βρακί­– να βάλω, θα σου πω.

Τρίτη μέρα σερί που ήλιο δεν είδαμε κι ας τον διαφημίζουμε παντού. Βροχή και συννεφιά και για να σε προλάβω, ρομαντικό ήταν τον Οκτώβρη άντε και το Νοέμβρη, πλέον είναι κουραστικό, παπαριάσαμε, αδελφάκι μου.

Αμ το κρύο πού το πας; Ντύνεσαι σαν κρεμμύδι κι ακόμα κρυώνεις. Ξεχνάς να βάλεις γάντια και παθαίνεις αγκύλωση. Κυκλοφορείς με τη μύτη του Ρούντολφ και συναχώνεσαι κάθε τρεις και λίγο. Για το βήχα δε θα μιλήσω που είναι λες κι έχουμε αναπτύξει νέο κώδικα επικοινωνίας πλέον.

Δεν είναι ότι μ’ αρέσει να γκρινιάζω, αλλά να, κουράστηκα πια κι αυτός ο χειμώνας τον ατελείωτο έχει και μεταξύ μας αυτή η εποχή ένα ωραίο έχει μόνο, τα Χριστούγεννα, ε και τώρα που πέρασαν κι αυτά και φάγαμε κι ήπιαμε και χουχουλιάσαμε δίπλα στο τζάκι κι είδαμε και χιόνι –παράπονο δεν έχουμε– δε γίνεται να πάμε παρακάτω;

Παραδέξου το, κι εσένα σου λείπει το καλοκαίρι. Ο γαλάζιος ουρανός, τα στρουμπουλά λευκά συννεφάκια, ο χρυσαφένιος ήλιος, η μυρωδιά της θάλασσας κι η αίσθηση της άμμου, το αλάτι στα μαλλιά και το μαυρισμένο δέρμα. Τα πάρτι στην παραλία, οι βόλτες στα σοκάκια του νησιού, τα παγωτό χωνάκι, τα κοκτέιλ δίπλα στο κύμα και τα καλοκαιρινά μεθύσια που δε συγκρίνονται με κανένα άλλο.

Το καρπούζι με τα σκασμένα κουκουτσάκια του, τα κεράσια και τα ροδάκινα, η μυρωδιά του αντηλιακού, το σημάδι απ’ το μαγιό, τα νυχτερινά μπάνια κάτω απ’ την πανσέληνο, τα φιλιά από ήλιο κι αλάτι.

Το καλοκαίρι ξαναγεννιόμαστε, ανανεωνόμαστε και βγάζουμε στην επιφάνεια εκείνο το παιδί που στριμώχνουμε μέσα μας τις συννεφιασμένες μέρες. Γελάμε περισσότερο, φλερτάρουμε κι ενίοτε ερωτευόμαστε κάτω από Αυγουστιάτικα φεγγάρια και δίπλα σε αυτοσχέδιες φωτιές στην άμμο.

Δε χρειάζεται να πάμε διακοπές για να περάσουμε όμορφα. Η ενέργειά μας δε σταματάει ποτέ καθώς συνδυάζουμε δουλειά, μπανάκι, ηλιοθεραπεία και ρακέτα, στο καπάκι καφές με βάφλα με παγωτό, ουζάκι με την παρέα κι ένα χαλαρό –ως τις 6– ποτάκι για τελείωμα. Κι ας μην κλείσουμε μάτι κι ας πάμε σερί στο γραφείο, πάλι το ίδιο πρόγραμμα θα ακολουθήσουμε.

Και μόνο στο άκουσμα του καλοκαιριού, χαμογελάει κι ο πιο μουρτζούφλης έχοντας να θυμάται μόνο όμορφες στιγμές. Όχι γιατί το καλοκαίρι τα προβλήματα δια μαγείας εξαφανίζονται ούτε γιατί δεν υπάρχουν δύσκολες ή μοναχικές νύχτες, αλλά γιατί ο ήλιος, η θάλασσα, μία ερημική παραλία κι ένα παγωμένο κουτάκι μπίρα αρκούν για να ξαναβρείς το κέφι σου.

Είναι σαν να υπάρχει ένας διακόπτης που ενεργοποιεί τη μελαγχολία το χειμώνα και τη θετική διάθεση το καλοκαίρι.

Ώρες-ώρες σκέφτομαι πως στην Ελλάδα θα έπρεπε να απαγορευτεί ο χειμώνας, δεν είναι για εμάς, δε μας ταιριάζει. Ας κρατήσουμε άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο. Α! Να καταργήσουμε και τις Δευτέρες, και θα δείτε πόσο πιο ωραία θα είμαστε.

161 μέρες λοιπόν. Ναι, έκατσα και τις μέτρησα σαν τους βαρυποινίτες, ψέματα δε θα πω. 161 μέρες απομένουν για το καλοκαιράκι και μη σας φαίνονται πολλές. Άλλωστε τι νομίζετε πως έμεινε; Μια μαγειρίτσα (μπλιαξ) κι ένα τσουρέκι δρόμος, αδέρφια. Βαστάτε. Το καλοκαίρι θα ‘ρθει πιο γρήγορα απ’ όσο φαντάζεστε.

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη