Είναι κάτι πληγές σε γόνατα κι αγκώνες που σε ταλαιπωρούν για δυο-τρεις μέρες. Θα αλλάξεις μερικά τσιρότα κι αν τις περιποιηθείς σωστά δε θα αφήσουν καν σημάδι, σαν να μην άνοιξαν ποτέ. Κι είναι και κάτι άλλες, άυλες κι αόρατες. Πληγές με ονοματεπώνυμο, μάτια και χαμόγελο, που κλέβουν τον ύπνο για νύχτες ολόκληρες. Δοκίμασες αλλαγή ανθρώπων, αλλά και πάλι τα σημάδια τους τα άφησαν.

Τριγυρνάνε στο μυαλό σου κάτι ξημερώματα, πεισμώνουν τις σκέψεις σου, διεκδικούν απαντήσεις στα τόσα αναπάντητα «γιατί» και σε πνίγουν με αυτό το αίσθημα αδικίας κι ανικανοποίητου.

Τα βάζεις κάτω και προσπαθείς να λύσεις το κουβάρι απ’ την  αρχή μα πάντα παγιδεύεσαι στο λαβύρινθο των προθέσεών τους. Μόνοι τους χτύπησαν την πόρτα για να μπουν, μετά γιατί τη βρόντηξαν πίσω τους ή ακόμα χειρότερα γιατί το έσκασαν απ’ το παράθυρο;

Ακόμα να μάθεις πως οι άνθρωποι απλώς χάνονται, χωρίς πάντα να υπάρχει κάτι που να δικαιολογεί τις πράξεις και τις απουσίες τους. Έρχονται απρόσκλητοι κι αντί για γλυκά, φέρνουν υποσχέσεις για όμορφες στιγμές και τάχα μου παντοτινά συναισθήματα, σου χαρίζουν κι ένα χαμόγελο να ΄χεις να το φοράς καθημερινά κι εσύ απ’ τη χαρά σου τους δίνεις το δικό σου, χωρίς να σκεφτείς πως εκείνοι θα στο ζητήσουν πίσω φεύγοντας.

Πληγώνουν και πληγώνονται οι άνθρωποι, μα κάποιοι κάνουν κατάχρηση της ενεργητικής φωνής και κάποιοι άλλοι μένουν να δέχονται παθητικά την παθητική. Πληγώνονται λοιπόν και κουβαλάνε κάτι αόρατα ράμματα και ψάχνουν απελπισμένα για εκείνο το χαμόγελο που χαράμισαν. Μα πάντα τα καταφέρνουν και γελούν ξανά, κολλάνε τα σπασμένα τους κι αδιαφορούν για τα σημάδια τους -κατά βάθος τα αγαπούν κι αυτά.

Προχωράνε και συγχωρούν κι αφήνουν πίσω τους όσα τους στέρησαν –έστω και περιστασιακά– την ελπίδα τους, μα ποτέ δεν ξεχνούν – και γιατί να το κάνουν άλλωστε; Δεν εκδικούνται ούτε θυμώνουν, ίσως κάποτε να μουντζώνουν τον εαυτό τους που τα ‘θελε και τα ‘παθε μα κατά βάθος ευγνωμονούν για τις πληγές τους κι ευχαριστούν για τις πισώπλατες μαχαιριές. Γιατί τα παθήματά τους έγιναν τα καλύτερα μαθήματα.

Να ΄ναι καλά όσοι μας πόνεσαν, γιατί μας ρίξανε απότομα απ’ τους πύργους μας και μας προσγείωσαν στην πραγματικότητα, πολέμησαν πρίγκιπες και νεράιδες και μας θύμισαν πως τα παραμύθια έχουν πάντα δράκο κι εμείς δεν πρέπει να το ξεχνάμε.

Να ΄ναι καλά όσοι μας πρόδωσαν γιατί μας έμαθαν πως πρέπει να κρατάμε κάτι και για μας και πως η ανιδιοτέλεια συχνά μεταφράζεται ως μαλακία. Έτσι πλέον δίνουμε, αλλά δε σκορπιζόμαστε και κρατάμε κάπου πίσω στο μυαλουδάκι μας πως μπορεί να πάνε και βερεσέ όλα αυτά, γι’ αυτό δε χρειάζεται να πολυσκάμε αν δε μας εκτιμήσουν, ξέρουμε εμείς τι αξίζουμε κι αυτό αρκεί.

Συνηθίσαμε τις άξαφνες αποχωρήσεις και πλέον το μαντήλι το ΄χουμε για να το κουνάμε κι όχι για να φυσάμε τη μύτη μας απ’ τα αναφιλητά. Κανείς δεν ένιωσε με το ζόρι κι ό,τι φεύγει κάνει πάντα χώρο για να ΄ρθει κάτι νέο, ίσως πολύ καλύτερο.

Συγχωρούμε κι ευχόμαστε γι’ αυτούς τα καλύτερα μα τα δικά μας καλύτερα τα ετοιμάζουμε πια μόνοι μας. Προχωράμε και δεν κρατάμε κακία παρά μόνο αποστάσεις ασφαλείας απ’ ό,τι κάποτε κάναμε το λάθος να εμπιστευτούμε τυφλά. Αφεθήκαμε και θα το κάνουμε ξανά αλλά τις ευκαιρίες μας πια δεν τις χαραμίζουμε.

Ναι, σίγουρα περασμένα αλλά ποτέ ξεχασμένα. Για τα αξημέρωτα βράδια που κατηγορήσαμε τους εαυτούς μας κι αναρωτηθήκαμε αν αξίζαμε τέτοιες σκάρτες συμπεριφορές και τα απρόσμενα τέλη που μας έκαναν να διστάζουμε μπροστά στους ανθρώπους και τον έρωτα, θα θυμόμαστε πάντα πως τους δώσαμε ό,τι καλύτερο για να μας αφήσουν με ό,τι χειρότερο: ερωτηματικά, πληγές κι αμφιβολίες. Κι αυτό δε θα το περάσουμε ξανά!

 

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη