Η τσίπα και η μπέσα είναι δύο διαφορετικές αρετές με κοινούς παρονομαστές: την ηθική και τα όρια του ανθρώπου.
Το εύρος και των δύο ποικίλει όπως ξέρουμε.

Κι όταν λέω ηθική μην πάει το μυαλό σας σε οσίες παρθένες, κηρύγματα και αναμάρτητους ανθρώπους. Δε θα ηθικολογήσω. Η ηθική άλλωστε είναι απ’ τα πιο υποκειμενικά ζητήματα. Όπως και τα όρια βέβαια.

Η τσίπα μετριέται συνήθως με τους άγραφους νόμους που έχει θεσπίσει ανά τους αιώνες η ανθρωπότητα για τις φιλίες, τους ερωτικούς δεσμούς, την οικογένεια και τις σχέσεις με τους συνανθρώπους μας.

Οι έχοντες τσίπα καταφέρνουν να προφυλάσσουν τους εαυτούς τους αλλά και τους γύρω ανυποψίαστους από κακοτοπιές, ορμές και πάθη. Η τσίπα εδώ λειτουργεί σαν όριο και τροχοπέδη. Όταν δεν υπάρχει να είσαι προετοιμασμένος για όλα, μην τρέχουμε και σε μαζευούμε κάθε τρεις και λίγο απ’ τις απανωτές σου πτώσεις απ’ τα σύννεφα.

Οι έχοντες μπέσα απ’ την άλλη είναι εκείνοι οι αρχιδάτοι και αξιοζήλευτοι άνθρωποι που παραδεχόμενοι τις αδυναμίες τους θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα απ’ την αρχή. Θα σε βάλουν στο κλίμα, θα έχουν πετάξει τις μάσκες κι εσύ θα τους βγάλεις το καπέλο.

Έχουν τα κότσια να παραδέχονται την αλήθεια με όποιο κόστος και όση θλίψη μπορεί να προκαλέσει αυτό.
Αν και λόγω υψηλών και σπάνιων αξιών μην περιμένεις και καμιά χοντράδα απ’ τους μπεσαλήδες.

Τροφή της ξετσιπωσιάς είναι η αλαζονεία, το καλαμοκαβαλήκεμα και ο υπέρμετρος εγωκεντρισμός. Εκεί που νομίζεις πως κανένας σαν εσένα, αρχίζει και η αντίστροφη μέτρηση.
Τη στιγμή που τίποτα γύρω σου δε θα έχει αξία παρά μόνο ο «σπουδαίος» εαυτούλης σου, ξεκινάει και η κάθοδος.

Τα ανθρωπάρια άνευ μπέσας είναι εκείνα που με μαθηματική ακρίβεια θα σου την κάνουν κάποια στιγμή με οποιονδήποτε τρόπο. Ο λόγος τους μετράει όσο μια δεκαρα τσακιστή και καλό θα ήταν όταν θα σου μιλάνε να κουνάς πάνω-κάτω το κεφάλι φορώντας ωτοασπίδες.

Έχω την εντύπωση ότι παλιά ήταν αλλιώς. Η τσίπα και η μπέσα υπήρχαν σε αφθονία. Ή απλά η έλλειψή τους δεν ήταν ξεδιάντροπα και αφύσικα μεγάλη, ώστε να βγάζει μάτι και να προκαλεί αηδία και πόνο.

Αναγνωρίζω την αδύναμη και παθιασμένη φύση του ανθρώπου, άλλωστε δεν είμαστε άγιοι ούτε θεοί, όμως δε θα μπορέσω ποτέ να μπω -αρνούμαι για να είμαι ειλικρινής- στα παπούτσια εκείνου που καταφέρνει να ζει και να κοιμάται ήσυχος, έχοντας προδώσει ελλείψει στοιχείωδους τσίπας.

Η δική του λεπτομέρεια και το «έλα μωρέ σιγά, δεν έγινε και τίποτα» είναι το δικό σου ασήκωτο βάρος και η πίκρα στο στόμα κάθε φορά που καταπίνεις.

Σ’ έναν ιδανικά πλασμένο κόσμο δε θα χρειαζόταν καν να μπούμε στη διαδικασία να μιλήσουμε και να γράψουμε για τις αρετές αυτές.

Αλλά επειδή αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει και ζούμε στο σήμερα, χωρίς κανένα φανταστικό σκηνικό, τα μάτια σου δεκατέσσερα, τα αυτιά σου ορθάνοιχτα και το ένστικτό σου σε εγρήγορση, κάπως πρέπει να επιβιώσεις κι εσύ άλλωστε.

Συντάκτης: Γεωργία Χατζηγεωργίου