Ημέρα 1η: Επιστροφή στο πατρικό και στο παιδικό μου δωμάτιο. Υπολείμματα σελοτέιπ στη ντουλάπα απ’ τις αφίσες, μερικά ξεθωριασμένα αυτοκόλλητα στο γραφείο μαζί με κάτι μικροσκοπικά, χρωματιστά μολύβια.

Μια γρήγορη ματιά σε όλα και βουτιά στο στενό μου, μονό κρεβάτι με τα ρούχα.

Τα πόδια μου κρέμονται απέξω για να μην ακουμπήσουν τα παπούτσια στο φρεσκοπλυμένο κάλυμμα. Ένιωσα κάποια στιγμή τη μητέρα μου να τρυπώνει μέσα για να μου τα βγάλει.

Δεν ξέρω πόσες ώρες κοιμήθηκα. Μου φάνηκε ένας μήνας αλλά μάλλον ήταν λιγότερο. Τα μάτια μου πρησμένα και υγρά και τα μάγουλά μου τσαλακωμένα απ’ το μαξιλάρι.

Κοιμάμαι πάντα μπρούμυτα όταν μ’ αφήνεις μόνη. Λες και αν γύριζα στο πλάι ή ανάσκελα θα έφευγες απ’ την καρδιά μου.

Ημέρα 2η: Οι βαλίτσες ανοιχτές στο πάτωμα, τα ρούχα κουβάρια, ακριβώς όπως τα πέταξα μέσα φεύγοντας απ’ το σπίτι μας.
Στο χολ κούτες με κουζινικά, βιβλία και cd. Κανείς δεν τα πείραζε, περίμεναν πότε θα γίνω καλά για να τα τακτοποιήσω εγώ.

Και σήμερα το εικοσιτετράωρο κύλησε αργά και επώδυνα. με δυο γουλιές νερό και μια φρυγανιά που θρυμματίστηκε στο στόμα μου.

Ημέρα 3η: Αν και μικρό και μονό το κρεβάτι κατάφερα να στριμωχτώ στην γωνία πάνω δεξιά και να μοιάζει πελώριο και άδειο. Μου είναι αδύνατο να σηκωθώ. Πονάει όλο μου το σώμα και τα πόδια μου τρέμουν.

Ξέρω, είναι γελοίο και εγωιστικό να κάνουμε έτσι για έναν χωρισμό όταν γύρω μας πεθαίνουν άνθρωποι από αρρώστιες και πολέμους. Εγώ πρώτη τα βροντοφώναζα αυτά.
Εγώ τα λούζομαι τώρα, ανήμπορη να υποστηρίξω αυτά που έλεγα.

Ημέρα 4η: Ευτυχώς το αίτημα για άδεια έγινε δεκτό απ’ τη δουλειά κι έτσι μπορώ να είμαι χάλια κάθε μέρα. Να βιώσω ως το κόκκαλο την απώλειά σου.

Ανοίγω το κινητό μου μετά από τέσσερις μέρες γνωρίζοντας πως δεν θα δω τίποτα δικό σου. Μηνύματα και ειδοποιήσεις κλήσεων απ’ τους φίλους, viber, messenger, βαράνε όλα μαζί. Όχι, δε γίνεται να αντιμετωπίσω τόσα «γιατί» τώρα. Το ξανακλείνω.

Σήμερα σημείωσα πρόοδο, έφαγα δύο φρυγανιές και ήπια ένα ολόκληρο ποτήρι νερό πριν ξαναβυθιστώ σε λήθαργο.

Ημέρα 5η: Η υπομονή τελείωσε, μπουκάρουν στο δωμάτιο γονείς και φίλοι. Αδειάζουν τις βαλίτσες, συγυρίζουν το χώρο.
Με ντύνουν, με χτενίζουν, με στολίζουν για να με βγάλουν έξω.
Εγώ νιώθω σαν αυτές τις κούκλες βιτρίνας με το παγωμένο, άδειο βλέμμα. Δεν έχω αντοχές να προβάλλω την παραμικρή αντίσταση.

«Τελεί υπό κατάσταση σοκ ακόμα, θα της περάσει μωρέ, σιγά» ακούω να λένε στην παρέα και αρχίζω να γελάω νευρικά, υστερικά.
Δεν ξέρουν, πώς μπορούν να ξέρουν τί είσαι εσύ για μένα; Ας λένε ότι θέλουν.

Ανάβω τσιγάρο και πίνω κάτι με αλκοόλ, ούτε ξέρω τι.
Μου φάνηκε ότι σε είδα στις τουαλέτες και λίγο πριν στο μπαρ και όταν φύγαμε στο πάρκινγκ. Είσαι πάλι παντού.

Ημέρα 6η: Έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου. Μετράω τις μέρες χωρίς να ξέρω αν είναι Δευτέρα ή Πέμπτη. Ξέρω όμως ότι σε δύο μέρες θα γυρίσω στη δουλειά.
Έχω δηλαδή δύο μέρες για να γίνω καλά. Γελάνε και οι πέτρες.

Ξεμυτίζω απ’ το δωμάτιο, λείπουν όλοι. Δώρο Θεού λέω.
Πίνω καφέ και αρχίζω για πρώτη φορά μετά από μέρες να σκέφτομαι, να θέτω σε λειτουργία τον εγκέφαλό μου ακόμα κι αν εσύ είσαι στο κέντρο του.

Αρχίζω να θέτω ερωτήματα ζωής, «μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά» και δεν έχω και μαργαρίτα να μαδήσω. «Είσαι το μοναδικό μου κοπερτί» μου ψιθύριζες τα βράδια, θα γερνούσαμε μαζί.

Σκάω ένα ειρωνικό χαμογελάκι συνειδητοποιώντας πόσο εύκολα ξεστομίζουμε μεγάλα λόγια υπό την επήρεια του έρωτα.
Πόσο κουτοί είμαστε όλοι μπροστά στο φανταστικό μεγαλείο του.
Πόσο μικροί στον παραμορφωτικό του φακό.

Ημέρα 7η: Οι άνθρωποι φοβόμαστε τον χωρισμό όπως ο διάολος το λιβάνι. Τη λέξη μάλλον φοβόμαστε περισσότερο παρά τις ιδιότητές του. Αλλά όταν βρεθείς μέσα σ’ αυτόν ακόμα κι αν πελαγώνεις προσωρινά, μαθαίνεις να κολυμπάς, να αντιστέκεσαι στα ρεύματα και να βλέπεις τα πράγματα ως έχουν, καθαρά, χωρίς σύννεφα.

Ξέρω, ξέρω, «η ζωή συνεχίζεται», «ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα» κλπ κλισέ τσιτάτα που είτε μας αρέσει είτε όχι είναι πέρα για πέρα ρεαλιστικά.

Φυσικά και η ζωή συνεχίζεται. Φυσικά και ο χρόνος επουλώνει πληγές και τραύματα. Δε θα το αλλάξουμε αυτό, ούτε εγώ, ούτε εσύ.

Φόρεσα το πιο αληθινό μου χαμόγελο κι έβαλα να δω το βιντεάκι που μου τραγουδάς. «Όλη η ζωή μου ήταν ένας χωρισμός» προφητικό το φάλτσο σου μερικούς μήνες πριν, σκέφτομαι.

Το κομμάτι της καρδιάς μου που σου αναλογεί κάηκε. Η υπόλοιπη όμως παραμένει ολοζώντανη.

Αυτό κρατάω και σου κλείνω πονηρά το μάτι. Ίσως από την άλλη να μιλάει ξανά η βότκα. Αύριο θα μάθουμε.

Συντάκτης: Γεωργία Χατζηγεωργίου