Το τι άκουσα εκείνο το πρώτο βράδυ μας. Τι δεν άκουσα μάλλον. Όλες οι ακατάλληλες για πρώτο ραντεβού ατάκες μαζεμένες. Ίσως θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε και βραβείο, για το πιο λάθος ραντεβού, κακώς δεν το ψάξαμε.

Παρ’ όλα αυτά επειδή είμαι κι ευαίσθητος άνθρωπος, σκέφτηκα πως δε θα έχεις πού να τα πεις και βρήκες την ευκαιρία να τα πεις σε εμένα. Δεν ξέρω αν είδες τα συννεφάκια απορίας που σχηματίζονταν πάνω απ’ το κεφάλι μου όταν μου μιλούσες. Πώς και πώς περίμενα να περάσει η νύχτα να τα μοιραστώ όλα αυτά με τη φίλη που είχε τη φαεινή ιδέα να μας φέρει σε επαφή.

Παραδόξως, η νύχτα κύλησε τρομερά ευχάριστα. Τόσο που τελικά χωρίσαμε τις πρώτες πρωινές ώρες, θυμάμαι. Δεν υπήρχε περίπτωση να σε ξαναδώ μετά από όλα αυτά που άκουσα αρχικά, σκεφτόμουν. Τα θυμάμαι όλα αυτά συχνά πυκνά με μια γλυκιά νοσταλγία και πολλές φορές μας κοροϊδεύω ακόμα. Πραγματικά αφού μετά απ’ τα δύο πρώτα αποτυχημένα μας ραντεβού –δε μου έφτανε το πρώτο, ήθελα να πάρω και τη ρεβάνς–, καταφέραμε εμείς οι δύο να ζήσουμε μαζί έστω και για κάποιο διάστημα, το λες κι επιτυχία.

Είναι τόσες κι εκείνες οι φορές που σκέφτομαι ότι ίσως δεν έπρεπε να είχα έρθει ή να μην είχα συνεχίσει μαζί σου εκείνο το βράδυ. Σκέφτομαι τι θα μπορούσα να είχα απαντήσει σε όλες αυτές τις αηδίες που ξεστόμιζες. Το να σε είχα παρατήσει στα κρύα του λουτρού, για μήνες φάνταζε η καλύτερη κίνηση που θα μπορούσα να είχα κάνει για να μην περάσω όλα αυτά που ακολούθησαν.

Με πλήγωσες στο τέλος. Σαν να έβαλες φωτιά σε όλη μου την ύπαρξη και περπάτησες πάνω στις στάχτες της. Έτσι το βίωσα. Κόλλησαν κάποιες στη σόλα του παπουτσιού σου, έτσι πήρες κάποια κομμάτια μου μαζί σου. Ευτυχώς άφησες και κάτι πίσω για να καταφέρω να ξαναγεννηθώ.

Το κακό είναι ότι ακόμα κι έτσι, η καρδιά μου φτερούγιζε στην παρουσία σου. Η αγκαλιά σου ήταν το σπίτι μου. Δεν άντεχα να με αγγίξει άλλος. Κι ήταν τόσο άσχημο να ξαναγεννιέμαι μόνο απ’ τις σκέψεις σου. Όλες εκείνες τις φορές ερχόταν στο μυαλό μου εκείνη η νύχτα. Ήταν όλα τόσο λάθος που έπρεπε –ναι, έπρεπε– να το είχα καταλάβει. Έπρεπε να το είχα προβλέψει και να με είχα προστατέψει. Παρακαλούσα να γυρίσει ο χρόνος πίσω και να μην είχα εμφανιστεί ποτέ.

Πέρασε καιρός για να πατήσω στα πόδια μου και να μη σε έχω ανάγκη πια. Δε σε έχω; Ας μην κοροϊδευόμαστε. Ποτέ δεν πίστεψα ότι το να μην έρθω στο ραντεβού ήταν η καλύτερη λύση. Και τι δε θα έδινα, ακόμα και σήμερα, να πάω σε εκείνο το μαγαζάκι ξανά, στο ίδιο τραπέζι και να σε κοιτάω στα μάτια. Όπως γελάσαμε εκείνο το βράδυ, γελούσαμε όλα μας τα βράδια. Ό,τι είχαμε βιώσει εκείνο το βράδυ μέσα σε αυτόν το χαμό από μουσικές και κόσμο, το βιώναμε κάθε μέρα στην κοινή μας ζωή. Στην εξέλιξή του, στην ωρίμανσή του. Το κυριότερο; Στον υπερθετικό του.

Δυστυχώς η λέξη «ευτυχία» δεν έχει υπερθετικό για να καταλάβεις πώς ένιωθα. Το έβλεπες, όμως, καθημερινά στο χαμόγελό μου το πρωί. Κι όλη αυτή η ευτυχία ξεκίνησε από ένα αποτυχημένο ραντεβού. Έτσι το είχαμε χαρακτηρίσει.

Το καλύτερο αποτυχημένο ραντεβού που είχαμε βγει ποτέ μας. Αυτή ήταν η μοναδικότητά του, γι’ αυτό και δε θα το άλλαζα με τίποτα. Όσες ζωές κι αν ζούσα, θα σε έβλεπα καθισμένο εκεί στη γωνία να με περιμένεις πίνοντας το ουίσκι σου και καπνίζοντας τα τσιγάρα σου.

Το βράδυ μόλις σχολάσεις στο γνωστό μέρος; Ο κύριος Μανώλης θα χαρεί να μας δει ξανά.

 

Συντάκτης: Αγγελική Τριανταφύλλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη