Αν η «προσοχή» σαν λέξη είχε δικό της χρώμα τότε αυτό θα ‘ταν σίγουρα για κάποιους διαφανές για να μπορούν να το φοράνε πάνω τους ενώ παλεύουν μανιωδώς να την έχουν. Ζητάμε προσοχή, γιατί μέσα μας υπάρχει ένα κενό που αγωνιά με παιδαριώδες τρόπο να το προσέξουμε μήπως τάχα και γεμίσει -ένα κενό μ’ ανήσυχο πνεύμα και γεμάτο αρκετές ανασφάλειες. γιατί αν τα ερωτηματικά δεν έμπαιναν στο παιχνίδι τότε η ανασφάλεια δε θα έπαιζε σ’ αυτό το γύρο.

Άλλες φορές η προσοχή κάνει θόρυβο κι έχει απαιτήσεις και άλλες μας σιγοκαίαει δίχως να μας αφήνει να βγάλουμε μιλιά δημιουργώντας μας αλόγιστα νεύρα. Όμως αν το καλοσκεφτούμε το λάθος που κάνουμε δυστυχώς χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε είναι το να ψάχνουμε σε λάθος ανθρώπους να βρούμε «κάτι» το οποίο σίγουρα δε δωρίζεται και που αν το είχαν όντως ανάγκη και οι υπόλοιποι θα μας το είχαν χαρίσει απ’ το πρώτο λεπτό.

Η προσοχή δεν είναι ένα μυστήριο που πρέπει να λύσεις. Δεν είναι ούτε κάτι δύσκολο, ούτε κάτι δυσεύρετο. Είναι κάτι που άλλος ή θα στο δώσει ή δε θα στο δώσει. Δεν είναι κάτι που πρέπει να απαιτείς και να προσπαθείς κάθε μέρα γι’ αυτό, αλλά κάτι που όταν κάποιος σίγουρα πραγματικά το θέλει θα στο δώσει και δε θα χρειαστεί να κοπιάσεις διόλου. Δε βγαίνει με σχέδια κι οδηγίες και δεν μπαίνει σε καλούπια. Δεν ανέχεται η ίδια να μην τη φοράνε καυτοί έρωτες, αμοιβαία και ζεστές επικοινωνίες, γιατί έχει την τάση να «παγώνει».

Απαιτεί να υπάρχει και να κυριαρχεί η ίδια στο προσκήνιο όμως δεν ανέχεται απαιτήσεις προς το πρόσωπό της. Δίνεται εκεί που πραγματικά θέλει να δοθεί, γιατί είναι απ’ τα πιο αληθινά συναισθήματα που ο άλλος δεν μπορεί να κρυφτεί και πάει εκεί που πραγματικά θα την κερδίσουν και όχι θα την απαιτήσουν. Δεν αρκείται σε φιλοφρονήσεις και δεν πέφτει με γαλιφιές, σιρόπια και γλυκόλογα. Ξέρει να παραδίδεται σε χέρια αγαπημένα και σίγουρα να χαρίζεται τίμια.

Η προσοχή έχει την τάση να πηγαίνει μόνη της. Δε θέλει να της κρατάς το χέρι ή να τη δένεις με λουριά για να την κάνεις δική σου χειραγωγώντας τη, κι εδώ που φτάσαμε ίσως ήρθε η ώρα να καταλάβουμε και ν’ αναλογιστούμε για λίγο όλες τις προσοχές που ζητήσαμε και δεν πήραμε ή ακόμα κι αυτές που πήραμε. Έπειτα πάνω σε ένα μπαλόνι ας γράψουμε τον αριθμό τους και ας το αφήσουμε να πετάξει και όσο απομακρύνεται από εμάς αυτό το νούμερο ας ζητήσουμε τόσες φορές συγγνώμη απ’ τον εαυτό μας που την απαιτήσαμε και την επιδιώξαμε.

Για όλες αυτές τις χαμένες στιγμές, ήρθε η στιγμή να επανορθώσουμε κι επανορθώνοντας να γιατρέψουμε κάθε κομμάτι μας που θέλησε να το προσέξουν ή ακόμα και τη διαδικασία που μπήκαμε και πιεστήκαμε εμείς να δώσουμε την προσοχή μας. Και τότε θα γίνει κατανοητό πως δε χρειάζεσαι την προσοχή κανενός. Γιατί όταν θα πάψει στ’ αλήθεια να τριγυρνάει αυτή η ιδέα στο μυαλό σου, να σε αφορά και να δίνεις σημασία στο ποιος σε προσέχει και ποιος όχι, τότε θα εκπέμπεις σιγουριά και η σιγουριά από μόνη της θα σε κάνει να ελκύεις τα άτομα τριγύρω σου χωρίς να τα παρακαλάς.

Κεφάλι ψηλά, η προσοχή σου είσαι εσύ.

Συντάκτης: Θέλγια Γρύλλη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.