«Παππού!» φωνάζει η εγγονή του από το σαλόνι.
«Έλα, παππούκα…» απαντάει εκείνος και η μικρή χαμογελά με το νέο χαϊδευτικό που μόλις απέκτησε.

Παππούδες και γιαγιάδες μας θεωρούν ένα κομμάτι από αυτούς. Ένα μικρότερο δημιούργημά τους που λατρεύουν, προστατεύουν και στηρίζουν οικονομικά και συναισθηματικά μια ολόκληρη ζωή. Τα εγγόνια απ’ την άλλη, έχουν αδυναμία σε αυτούς, τους προσέχουν σαν πολύτιμους λίθους και είναι δίπλα τους σε κάθε δυσκολία ή -γιατί όχι- και τρέλα τους.

Βλέπεις ηλικιωμένους να προσπαθούν να περάσουν το δρόμο και να συναντούν δυσκολίες. Τους βοηθάς αμέσως να βρουν την ισορροπία τους και νιώθεις περήφανος για τον εαυτό σου. Σου χαμογελούν επιδεικνύοντας, πιθανώς, και τη γυαλιστερή τους μασέλα και νομίζεις ότι σου χαμογελάει όλος ο κόσμος. Όταν προσφέρεις ένα χέρι βοηθείας νιώθεις καλύτερος άνθρωπος, νιώθεις πως είσαι ικανός να γίνεις στήριγμα σε κάποιον που θα μπορούσε να είναι παππούς σου ή γιαγιά σου, που ήταν τόσα χρόνια δικά σου στηρίγματα.

Τις προάλλες πήρε το μάτι σου μια ηλικιωμένη άστεγη στην εκκλησία της γειτονιάς. Η πορεία σου ήταν διαφορετική αλλά τελευταία στιγμή άλλαξες κατεύθυνση και πήγες προς το μέρος της για να της δώσεις όσα νομίσματα μπορούσες να βρεις στο μικρό χάος που ονομάζεις τσάντα σου. Νιώθεις ικανοποιημένος, ότι έκανες ένα χρέος ανθρωπιάς, μετά από μια τέτοια κίνηση. Η σκέψη και μόνο ότι σε μια τέτοια ηλικία θα μπορεί κανείς να μην έχει στέγη και να παγώνει έξω στο κρύο, σε κάνει να νιώθεις φρικτά και σε ωθεί στο να προσφέρεις οποιαδήποτε βοήθεια μπορείς.

Η τρίτη ηλικία είναι μια ιδιαίτερη και πολύ ενδιαφέρουσα ομάδα ανθρώπων. Οι ίδιοι φτάνουν σε μία καμπή στη ζωή τους, σε ένα σημείο που κάνουν απολογισμούς για το πώς έζησαν στα χρόνια του ζενίθ της και τι έκαναν ή δεν έκαναν. Καμιά φορά νιώθουν μοναξιά, αισθάνονται πως όλοι τους έχουν εγκαταλείψει. Ίσως νιώθουν ανίκανοι να ενταχθούν κοινωνικά και τότε είναι που τα εγγόνια και τα παιδιά τους θα πρέπει να είναι δίπλα τους και να τους κάνουν να ξεχάσουν τέτοιες σκέψεις και να διώξουν μακριά οποιαδήποτε αμφιβολία.

Όταν υπάρχει ελεύθερος χρόνος να αφιερώνεις ένα μέρος του πίνοντας καφεδάκι με την γιαγιά σου. Εκείνη, χαρούμενη που βρήκες χρόνο για να τη δεις, θα γεμίσει το τραπέζι με λιχουδιές και θα κάτσει απέναντί σου να σε κοιτάζει και να θαυμάζει την ομορφιά σου. Εσύ από την άλλη θα γεμίσεις την καρδιά της με χαρά και ευγνωμοσύνη και θα την κάνεις να νιώσει ιδιαίτερη. Θα νιώσεις σαν μικρό παιδί όποια ηλικία κι αν έχεις. Θα σε φιλήσει και θα σε αγκαλιάσει πιο σφιχτά από ποτέ και εννοείται φεύγοντας θα σου δώσει την ευχή της και μια υπόσχεση να σε στηρίξει στο οτιδήποτε. Εκτός και αν αυτό είναι να κάνεις κανένα περίεργο τατουάζ ή να φύγεις σε μια μακρινή χώρα.

Ο παππούς σου πάντα θα είναι ο θρύλος σου, όταν ήσουν παιδί τον περιέγραφες σαν ένα δυνατό λιοντάρι που διατηρεί την οικογένεια δυνατή και ενωμένη. Ο παππούς θα σε πάει στα καλύτερα, θα σου αγοράσει ό,τι οι γονείς σου απαγόρευσαν, θα βάλει κρυφά από τη μαμά σου ένα εικοσάρικο στην τσέπη σου, θα σου διηγηθεί τις καλύτερες ιστορίες και θα είναι πάντα εκεί για να περάσεις το σαββατοκύριακό σου και να ξεχαστείς από κάθε δυσκολία και προβληματισμό. Μαζί με τον μπαμπά σου -ή και χωρίς κατά προτίμησή του-, θα σου ανοίξει «αντρίκιες» κουβέντες, θα προσπαθήσει να σε καθοδηγήσει πολιτικά και θα σου δώσει, αν μη τι άλλο, τις πιο λογικές και αυθεντικές συμβουλές.

Αυτά να θυμάστε όποτε συναντάτε κάποιον ηλικιωμένο. Σκεφτείτε τους δικούς σας παππούδες και γιαγιάδες, προστάτες και σύμμαχοί σας σε όλα. Οι άνθρωποι που διανύουν την τρίτη ηλικία, έχουν ζήσει δεκαετίες εμπειριών περισσότερες από εμάς, έχουν σοφία και γνώσεις που ξεπερνούν ό,τι μπορεί να φανταστεί ο νους μας και έχουν προσφέρει στον κόσμο που εμείς βρήκαμε έτοιμο. Έδωσαν κάτι από τον εαυτό τους για εμάς και ήρθε η σειρά μας να ανταποδώσουμε τα δώρα τους· έστω με λίγο χρόνο και σεβασμό.

Συντάκτης: Δήμητρα Μποζίνη
Επιμέλεια κειμένου: Νικολέττα Βασιλοπούλου