Αναρωτηθήκατε ποτέ ποια σημασία έχουν για εσάς οι λέξεις «μπράβο» και «ευχαριστώ»; Όχι ο ορισμός τους από κάποιο λεξικό, αλλά για εσάς τους ίδιους; Είναι δύο λέξεις που δε λέμε συχνά αλλά έχουν μεγάλη αξία και δύναμη, δύο λέξεις που προφέρονται σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα και έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη διάθεσή μας, ακόμα και τη μέρα μας.

Η λέξη «μπράβο» δηλώνει τα συγχαρητήρια που δίνουμε στον άλλον. Που του αναγνωρίζουμε δηλαδή κάποια προσπάθεια. Άρα ουσιαστικά είναι ένας έπαινος!  Ενώ από την άλλη το «ευχαριστώ» είναι η ευγνωμοσύνη που δείχνουμε απέναντι στους άλλους για τις πράξεις τους. Μερικές συλλαβές αλλά τόσο θετικό το αποτέλεσμά τους.

Όλοι μας  χρειαζόμαστε ένα «μπράβο» από τους ανθρώπους που έχουμε τοποθετήσει ψηλά στην υπόληψή μας γιατί μας δίνει το θάρρος και τη δύναμη να συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι κι αν είναι αυτό που εκείνο τον καιρό επιχειρούμε. Είναι ένα εγκώμιο για τις πράξεις μας , δείχνει ότι πράξαμε με σωστό τρόπο και ότι θα πρέπει να συνεχίσουμε έτσι. Παράλληλα όμως, καθώς είναι λεπτές οι ισορροπίες, όταν οι έπαινοι χαρίζονται σε υπερβολικό βαθμό, αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο από το στόχο του. Πρακτικά καταλήγει κανείς να κάνει πράγματα, όχι για να πετύχει τα θέλω και τους στόχους του, αλλά για να πάρει την επιθυμητή επιβράβευση.

Εν αντιθέσει, το «ευχαριστώ», που είναι εξίσου σημαντικό με το «μπράβο», αν όχι περισσότερο από αυτό, θα πρέπει να το εκφράζουμε οι ίδιοι όσο πιο συχνά αρμόζει, σε όποιον αρμόζει, και όχι να το θεωρούμε δεδομένο. Να μην αναμένουμε από όλους τους άλλους ευγνωμοσύνη για ό,τι κάνουμε, αλλά πρώτα απ’ όλα να αισθανόμαστε εμείς ότι έχουμε πράξει σωστά χωρίς να περιμένουμε κανένα απολύτως αντάλλαγμα.

Το να λέμε «ευχαριστώ» λοιπόν είναι μια απλή μόνο έκφραση ευγνωμοσύνης που προσφέρει στο άτομο που το εκλαμβάνει μια αίσθηση χαράς και αυτοπεποίθησης. Εξάλλου ας μην ξεχνάμε ότι όταν δεχόμαστε τακτικά τέτοια μηνύματα εκτίμησης, αυξάνεται και η αυτοεκτίμησή μας και προκαλείται, όπως λένε και οι ειδικοί, το «φαινόμενο της ευγνωμοσύνης».

Πέρα από το ότι είναι ευγενικό το να λέμε «ευχαριστώ» και «μπράβο» είναι και ένας τρόπος να εκφράσουμε το σεβασμό μας απέναντι στους άλλους,  ενώ παράλληλα έχει και θετική επίδραση τόσο σε εκείνους όσο και στον εαυτό μας.

Το παράδοξο είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ξέρουν να λένε «ευχαριστώ» σε πολλές διαφορετικές γλώσσες -thanks, merci, danke, tack  η ακόμα και στα κινέζικα 谢谢, αλλά, όσο αστείο και αν ακούγεται, χάνουμε κάτι από την ουσία της λέξης από την πολύ χρήση της. Το ξεφουρνίζουμε με ευκολία σε στιγμές φευγαλέες για πράγματα μικρά, όμως ξεχνάμε να το πούμε στους πιο κοντινούς μας ανθρώπους για τα μεγάλα που κάνουν καθημερινά. Ίσως γιατί θεωρούμε ότι δεν έχει ουσία, είτε ότι εξυπακούεται επειδή τους αγαπάμε, μα δεν είναι καθόλου σωστό.

Οι λέξεις αυτές είναι κάτι περισσότερο από μια σειρά αραδιασμένα γράμματα και πρέπει να το κατανοήσουμε. Συνδέονται άμεσα με τα συναισθήματά μας, σε σημείο που έχουν γίνει δύο ισχυρές εκφράσεις πλέον της γλώσσας μας και είναι απαραίτητες τόσο να δηλώσουμε την επιβράβευση όσο και τον σεβασμό και την ευγνωμοσύνη μας απέναντι στους άλλους. Αυτοί με τη σειρά τους, αισθάνονται ότι τους στηρίζουμε και ωφελούνται από τις ευχαριστίες για τις πράξεις τους. Αυτό με τη σειρά του επηρεάζει το άτομο που εκφράζει την ευγνωμοσύνη του σε μεγάλο βαθμό. Δίνοντας χαρά και ικανοποίηση λοιπόν, λαμβάνεις ισάξια χαρά και ικανοποίηση.

Επομένως, θα πρέπει να μάθουμε σιγά-σιγά στη ζωή μας να χρησιμοποιούμε ορθά αυτές τις δύο λέξεις ώστε να μην κάνουμε κατάχρηση δίχως σκοπό. Άνθρωποι είμαστε και φυσικά αναζητάμε ωραίες λέξεις, λέξεις που θα μας κάνουν να προχωρήσουμε με το κεφάλι ψηλά , έχοντας αυτοπεποίθηση για τις πράξεις μας και νιώθοντας δυνατοί μέσω της επιβράβευσης από τους άλλους ανθρώπους. Όταν μένουν τέτοιες λέξεις όμως ανείπωτες, υπάρχει κίνδυνος να χάσουμε  ακόμη και ανθρώπους από τη ζωή μας.

Το ευχάριστω και το μπράβο είναι δύο δώρα ανεκτίμητης αξίας, εντελώς δωρεάν που οι άνθρωποι ξεχνούν να προσφέρουν. Λες και πληρώνουν για αυτά. Βασικά πληρώνουν όταν δεν τα προσφέρουν. – Νικόλας Σμυρνάκης

Συντάκτης: Ελευθερία Γκαραβέλα
Επιμέλεια κειμένου: Νικολέττα Βασιλοπούλου