Να ‘μαστε, λοιπόν. Ακόμα εδώ. Ακόμα σιωπηλά. Με τραβηγμένες τις κουρτίνες μπορείς, ακόμα, να χαζέψεις εκεί έξω. Ν’ αφήσεις τη φιγούρα σου, όσο ακόμα είναι μέρα, να δημιουργεί ερωτήματα στον γείτονα απ’ απέναντι. Ν’ αφήσεις για λίγο τον εαυτό σου να ταξιδέψει στην κάθε εικόνα που μπορεί να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια σου. Με μία κούπα καφέ στο χέρι, να γύρεις στον τοίχο και να αφεθείς.

Να αφεθείς σ’ ό,τι σε στοιχειώνει. Σ’ εκείνο το να «με προσέχεις», που απαίτησες απ’ τον ίδιο σου τον εαυτό. Σ’ εκείνη την υπόσχεση που του έδωσες να μην κλάψεις ποτέ ξανά. Μην μπερδεύεις, όμως, το κλάμα σου με τη βροχή. Δεν είναι αυτή που σου φέρνει τη μελαγχολία στα μάτια. Δεν είναι αυτή που σε κάνει να θέλεις ν’ ανάψεις ακόμα ένα τσιγάρο.

Ίσως είναι η μουσική που σιγοπαίζει. Ίσως πάλι είναι αυτός ο καπνός που μπερδεύεται με τις σταγόνες της βροχής που πέφτουν στο παράθυρο. Ίσως είναι η ανάγκη σου, απλά, να ταξιδέψεις. Γιατί δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα απ’ ένα ταξίδι του μυαλού.

Γιατί αν κοιτάξεις απέναντι και γύρω σου, θα δεις κι εσύ άλλες τόσες φιγούρες. Κι αν ο «βραχνάς –ο σκύλος σου– μπλέκεται στα πόδια σου, είναι για να σου θυμίσει πως για κάποιον είσαι το κέντρο της Γης. Κι αν πάλι δεν έχεις σκύλο, δες τη σκιά σου. Θα καταλάβεις ότι κι αυτή, ακόμα και στα χειρότερα ξενύχτια, θα είναι εκεί.

Γιατί όλα είσαι εσύ. Αν μιλήσεις στη μοναξιά σου, θ’ ανακαλύψεις όλα εκείνα τα μυστήρια που μπορεί να στοιχειώνουν τα πάντα μέσα σου. Κι έπειτα θα δεις ότι η αγάπη είναι απλά μια φωτιά. Είναι ένας κύκλος. Δεν μπορεί ν’ ανοίξει ένας καινούργιος αν δεν κλείσει ο προηγούμενος.

Ακόμη κι αν προσπαθήσεις να την αγκαλιάσεις με το μυαλό σου, όσο κι αν έχεις πληγωθεί, πάλι μέσα της θα κρυφτείς. Κι αν θεωρείς ότι η καρδιά σπάει, κάπου έχεις μπερδευτεί. Γιατί αν εκεί που ταξιδεύεις, έρθει μια αγκαλιά απ’ το πουθενά κι ένα φιλί στο λαιμό, όλα θα ξεχαστούν. Γιατί έτσι είναι ο έρωτας. Έτσι είναι η αγάπη. Ένα μεγάλο αγκάθι.

Είναι μία αίσθηση και μία απουσία που πετά γύρω σου. Είναι ίδια μ’ εκείνη που αφήνει η μέρα καθώς φεύγει, με τα φώτα που πέφτουν στο πεζοδρόμιο. Κι εκεί που περιμένεις να χτυπήσει ένα τηλέφωνο ή ένα κουδούνι και συνεχίζεις να κοιτάς επίμονα να δεις κάτι γνωστό και γνώριμο στο δρόμο να κοιτάει ψηλά, σε χαιρετάει η νύχτα και μαζί οι απέναντι φιγούρες της γειτονιάς σου.

Και χαμογελάς καθώς κλείνεις τις κουρτίνες πίσω σου. Χαμογελάς με τον ίδιο τρόπο που άφησες το μυαλό σου να ταξιδέψει σε κάτι που απλά φοβάσαι.  Σ’ εκείνα τα μπλε τριαντάφυλλα πάνω στο τραπέζι σου. Εκείνα που ήρθαν για να σου αποδείξουν την επιθυμία για το ανεκπλήρωτο. Για να δηλώσουν ότι «μπορεί να μη σ’ έχω, αλλά δε θα σταματήσω να σε σκέφτομαι».

Γιατί αυτό κάνει ο έρωτας. Μπορεί να σε τρυπάει, να σε ματώνει, να σε μελαγχολεί.  Μπορεί να σε κάνει, ακόμα, και ν’ αμφιβάλλεις. Όχι τόσο για τον ίδιο σου τον εαυτό, αλλά για εκείνο το μπλε. Αλλά αξίζει να το ζήσεις. Αξίζει να το προσπαθήσεις. Άλλωστε όλα τ’ αγκάθια δεν τρυπάνε με τον ίδιο τρόπο, ακόμα κι αν ματώνουν το ίδιο. Γιατί οι πληγωμένες καρδιές δε γίνεται να σπάνε.

 

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη