Αν δεν ακινητοποιηθείς απ’ την επαφή με την οδύνη του θανάτου, ενδέχεται να μπορέσεις ν’ αφυπνιστείς. Γιατί ο θάνατος σε φέρνει μπροστά σε μια εμπειρία που μπορεί να σου επιτρέψει να σκεφτείς τι είναι αυτό που πραγματικά δίνει νόημα στη ζωή σου. Ακούγεται οξύμωρο, αλλά δεν είναι. Ο επαναπροσδιορισμός, ο προσανατολισμός και η αξιολόγηση των σχέσεων –για το ποιες είναι σημαντικές και ποιες δευτερεύουσες– είναι τα στοιχεία μιας αλλόκοτης συνθήκης που προσφέρει η απώλεια, επιτρέποντας ίσως, να μπορέσεις ν’ απαντήσεις κάποια στιγμή σ’ αυτό το προαιώνιο ερώτημα «Ποιο είναι το νόημα της ζωής; Γιατί βρίσκομαι εδώ;».

Το πώς όμως βιώνει κάποιος το πένθος απ’ την απώλεια ενός αγαπημένου του είναι κάτι που δεν μπορεί να περιγραφεί ως μια γενικότερη έννοια. Όμως ο θρήνος, η απομόνωση, πολλές τύψεις αλλά κι ένα στίγμα θανάτου τα τελευταία δύο χρόνια ήρθαν να δώσουν κάτι διαφορετικό στην κοινωνία και σ’ όλους αυτούς που έχασαν τους αγαπημένους τους υπό αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες. Με το «αντίο» -σε πολλές περιπτώσεις- να ‘ναι πολύ μακριά, περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς.

Η καθηγήτρια ψυχολογίας κα Παπαδάτου, τονίζει μία δυσκολία. Εκείνης του θανάτου που είναι ορατός καθημερινά μέσα απ΄τις εικόνες των μέσων, όμως ταυτόχρονα συνοδεύεται από πένθος που είναι πολύ πιο αθέατο, σιωπηλό κι ιδιωτικό. Γι’ αυτό κι ο πόνος είναι αβάσταχτος κι ακόμα μεγαλύτερος για εκείνους που έχασαν αγαπημένους τους χωρίς να ‘ναι κάποιος δίπλα τους. Να μπορέσει να τους ακούσει, να τους συμπαρασταθεί ή ακόμα και να τους προσφέρει μια ζεστή αγκαλιά. Κι αληθινά, πόσο δύσκολο είναι να μην μπορείς να προσφέρεις αυτό που αισθάνεσαι σε κάποιον που το έχει ανάγκη; Επώδυνο. Πόσο μάλλον όταν είναι δικός σου άνθρωπος. Κι ας είναι απλώς κάτι τελετουργικό. Και μαζί μια αίσθηση ανεπιθύμητου, ακόμα και μετά τον θάνατο.

Κι ακόμα πιο επώδυνο γι’ αυτούς που έχασαν τη ζωή τους μόνοι τους μέσα σε μία μονάδα ή στον θάλαμο ενός νοσοκομείου, χωρίς να ‘χουν κάποιον δικό τους στο πλευρό τους. Δύσκολο πράγμα η απώλεια. Δύσκολα να τη δεχτείς και δύσκολα να συμβιβαστείς. Κι είναι κι αυτή αγάπη που δεν τελειώνει. Αγαπάς, ακόμα κι όταν όλα έχουν τελειώσει. Αγαπάς κι ας μη βλέπεις, ας μην αγγίζεις, ας μην ακούς. Είναι κι αυτό το «πάει» στη μέση, που ακούγεται τόσο τελεσίδικο που αδυνατείς να το καταλάβεις. Ή τουλάχιστον σου παίρνει πολύ καιρό. Μέχρι να ‘ρθει εκείνη η αφύπνιση.

Γιατί είναι ωραίο να προσδοκάς την άνοιξη, όπως ωραίο είναι να προσδοκάς και τη μετά ζωή. Όμως στην πραγματική ζωή, ποτέ το φθινόπωρο δεν το ακολούθησε η άνοιξη, αλλά ο βαρύς χειμώνας. Πρέπει ν’ ανθίσουν οι αμυγδαλιές, διαφορετικά δε γίνεται. Γι’ αυτό κράτησε στην καρδιά σου ζωντανή την ανάμνηση των ανθρώπων που έφυγαν, γιατί ζούνε μέσα στη μνήμη σου, στη θύμησή σου ζωντανοί.

Επομένως πρέπει να χαίρεσαι το καθ’ ομοίωσιν της ανθρώπινης ύπαρξης που έχασες για να μείνει ζωντανή κοντά σου για πάντα. Αυτός είναι ο κανόνας που μπορεί να σου δώσει ζωή κι ένα διαφορετικό νόημα μέσα απ’ αυτήν. Άλλωστε πολλοί άνθρωποι έρχονται και φεύγουν απ’ τη ζωή σου. Λίγοι είναι αυτοί που μένουν στην καρδιά και στο μυαλό σου. Κι αυτοί είναι οι αθάνατοι.

 

 

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου