Το φλερτ ή κόρτε (για τους πιο ρομαντικούς) είναι μια κατάσταση μεταξύ δύο ανθρώπων που οι συνθήκες τους έφεραν στον ίδιο χώρο κι ο ένας ή ο άλλος έκανε την πρώτη κίνηση για επαφή. Δεν έχει απαραίτητα κάποιον σκοπό. Δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο τέλος, εκτός αν εσύ θέλεις να έχει. Ο τρόπος που θα μιλήσεις κι ο τρόπος που θα πεις την κάθε σου λέξη θα έχει αντίκτυπο στο πώς θα συνεχιστεί η συζήτηση και πώς θα θυμάσαι τη δική σας μοναδική γνωριμία.

Δυο άνθρωποι που φλερτάρουν έχουν ανάγκη από κάτι. Ίσως και τίποτα. Έχουν ανάγκη να ζήσουν ή να πουν κάτι διαφορετικό. Να ακούσουν κάποιο κομπλιμέντο και να πάρουν λίγο τα πάνω τους. Η συζήτηση εξελίσσεται κι εκεί που είσαι έτοιμος να γίνεις λίγο πιο αδιάκριτος ή καλύτερα να ζητήσεις ένα στοιχείο που θα μπορούσε να προκαλέσει την επόμενη συνάντησή σας, ακούς εκείνο που ήλπιζες από την αρχή να μην ίσχυε. Στο κάτω-κάτω, έχετε φτάσει και σε ένα σημείο που ο άλλος είναι ντροπή που το είπε τόσο αργά. «Έχω σχέση». Δύο λέξεις, που βγήκαν με το τσιγκέλι κι αναρωτιέσαι για ποιο λόγο.

Κι εδώ έρχομαι να εναποθέσω ένα «γιατί». Γιατί να μην είναι ξεκάθαρος από την αρχή, αφού το πράγμα βλέπετε πως πάει καλά ανάμεσά σας. Μπορεί να μη θέλει να χαλάσει τη στιγμή, μπορεί να θέλει να ξαναζήσει για λίγο πώς είναι να είσαι και να νιώθεις ελεύθερος. Ο κακόμοιρος ο single όμως τι φταίει; Πέφτει απότομα στο κενό κι αναρωτιέται, γιατί χαράμισε λεπτά κι ώρες από τον καφέ του, το φαγητό του ή τη βραδιά του για να μιλήσει σ’ ένα άτομο που ανήκει ήδη σε κάποιον άλλον.

Εντάξει, το τέλος του κόσμου δεν είναι. Αν, όμως, ο «μόνος» της κατάστασης ένιωθε πως κάτι πάει να γίνει κι ο άλλος τού το επέτρεπε; Αν είχε αρχίσει, να πιστεύει πως εκείνη η συζήτηση θα μπορούσε να οδηγήσει και σε κάτι περισσότερο; Εκεί φταίει εκείνος, που ένιωσε ή εκείνος που έκανε τη μαλακία; Γιατί τώρα τελευταία, το να νιώθεις είναι έγκλημα απ’ ό, τι φαίνεται. 

Ο προβληματισμός ξεκινά εκεί που δεν ξέρεις αν η ερώτηση «είσαι single» ξεφεύγει από τα όρια ενός απλού φλερτ που θα μπορούσε όμως να μην μείνει μόνο εκεί. Γιατί να είναι υποχρέωσή μας να ρωτήσουμε; Δύο άτομα που ηλεκτρίζονται και κορτάρουν οι ψυχές τους δεν είναι τυχαίο. Εκτός αν θες να το αφήσεις στην τύχη του επ’ αόριστον. Δυο άτομα που γελάνε με τα μεταξύ τους αστεία κι υπονοούμενα δεν είναι τυχαίο. Το γεγονός, ότι ντρέπεστε να κοιταζόσαστε στα μάτια, ξέρεις τι; Επίσης, δεν είναι τυχαίο.

Είτε είσαι παντρεμένος είτε απλώς δεσμευμένος, το φλερτ δεν μπορεί να εξαφανιστεί. Ένας άνθρωπος έχει την ανάγκη, να αλληλεπιδράσει με άτομα φλερτάροντας. Είναι στο χέρι του όμως να το σταματήσει. Να δεχτεί ένα κομπλιμέντο, να πει «ευχαριστώ» και να συνεχίσει τη ζωή του ερωτευμένος και χαρούμενος.

Το φλερτ μάς χαροποιεί. Μάς τονώνει και μας δίνει περισσότερη αυτοπεποίθηση. Μάς κάνει να ξεχνιόμαστε και να ξεφεύγουμε από την μονότονη καθημερινότητά μας. Μάς κάνει να χαμογελάμε και να χτυπάει λίγο πιο δυνατά η καρδιά μας για να μην ξεχνάμε ότι ζούμε εδώ και τώρα.

Προς τους δεσμευμένους φίλους, αυτή η λεπτή γραμμή μεταξύ του προσωπικού χώρου και του τι μπορείς να πεις στον άλλον για να μην προδώσεις αυτό που πας να κρύψεις, γιατί είτε θες να ξεφύγεις από κάτι είτε θες απλώς να ζήσεις τη ζωή σου μπορεί να μη βγει πάντα σε καλό. Γι’ αυτό κι σ’ αυτήν την κατάσταση η αλήθεια είναι εξίσου σημαντική, διότι δείχνεις πως σέβεσαι τον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου.

Προς τους φίλους που απλώς απολαμβάνουν να φλερτάρουν και να ζουν τις μικρές στιγμές, συνεχίστε να το κάνετε απτόητοι. Το φλερτ δεν έχει κανόνες. Μπορείς να κρυφτείς, να ξεδιπλωθείς και να το αφήσεις να φύγει, αφού πείτε «αντίο». Μπορείς, ακόμη, να ρωτήσεις διακριτικά και περιπαιχτικά εάν παίζει κάτι στη ζωή του άλλου εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Μπορείς και να είσαι ξεκάθαρος και να ρωτήσεις σταράτα.

Είναι ένα παιχνίδι. Άλλες φορές σταματάει λίγο πριν καν ξεκινήσει κι άλλες φορές συνεχίζεται σε κάτι πιο βαθύ κι όμορφο. Άλλες πάλι φορές ο άλλος ήταν τόσο ηλίθιος, που ξέχασε να αναφέρει ότι έχει έναν άνθρωπο σπίτι που τον περιμένει. Κάνε τη χάρη και στους δύο, να λύσουν τα θέματα τους χωρίς να μπλεχτείς εσύ παραπάνω. Τα φιλιά μου.

Συντάκτης: Αγγελική Τσιγαρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου