Ο χρόνος είναι μία έννοια σχετική. Κάποιες αγκαλιές, για παράδειγμα, τις θυμόμαστε σαν να μην πέρασε μέρα. Κι απ’ την άλλη βασανιστικά τα δευτερόλεπτα μακριά από κάποιον που αγαπάς. Αιώνια τα λεπτά που με δυσκολία περνάνε, πόσο μάλλον οι βδομάδες ή οι μήνες.

Μέσα στην τόση σχετικότητα και τον χρόνο που άλλοτε τρέχει κι άλλοτε σέρνεται, συνειδητοποίησα πως έφυγαν 365 ημέρες μακριά απ’ ό,τι αγαπώ∙ μακριά από εσένα. Και να σου, λοιπόν, έναν χρόνο μετά.

Τις ώρες που επικρατεί στο κεφάλι μου σιωπή, προσπαθώ να σχηματίσω στα αφτιά μου τον ήχο της φωνής σου. Πότε-πότε νομίζω πως την έχω ξεχάσει, ενώ άλλες στιγμές κάθε της ηχόχρωμα με βασανίζει. Πώς γίνεται να ξεχάσω τη χροιά σου; Μεθούσα σε κάθε σου άκουσμα. Είχες αυτή τη φωνή που γίνεται ασφάλεια. Για μένα το σπίτι μου.

Φοράς ακόμη το ίδιο άρωμα; Ξέρεις, τις προάλλες βρέθηκα σε έναν χώρο κι ένιωσα πως μύριζε εσύ. Τριγύριζα μηχανικά ανάμεσα σε τόσους αδιάφορους για να σε εντοπίσω. Γιατί δεν ήσουν εκεί; Μπορεί να ‘κανα λάθος. Μπορεί κάποιος άλλος να κουβαλά πια τη μυρωδιά σου. Μπορεί αυτό το άρωμα να μη σε χαρακτηρίζει πια.

Πόσο άλλαξες σε ένα χρόνο, άραγε; Πόσο άλλαξα κι εγώ! Γιατί αλήθεια, αν γυρίσω εκεί, δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Λίγο διαφορετική, λίγο πιο δική μου, λίγο πιο απεξαρτημένη από ‘σένα. Κι εσύ –φαντάζομαι– έτσι θα είσαι. Πάει η εποχή που ήμουν ο δικός σου κι ήσουν ο δικός μου άνθρωπος. Το ολόκληρο «μαζί» μας τελικά μετατράπηκε σε ένα μοιρασμένο τίποτα.

Κι εκείνο το «τα λέμε» έγινε σιωπές, που δε σπάσαμε ποτέ. Κάναμε χώρο στην οργή και τον θυμό ανάμεσά μας. Εμείς κι ενδιάμεσα μια θολούρα από έναν ρημάδη εγωισμό που μας έκανε να τεντώσουμε τόσο τις αντοχές και τα όριά μας, μέχρι που τα σπάσαμε κι αυτά.

Κι αν προσπαθώ να δεχθώ το γεγονός πως θέλω να πείσω τον εαυτό μου πως δε σε ερωτεύθηκα ποτέ, η αλήθεια κάθε μας ανάμνησης, ακόμα και της πιο αμελητέας, μου ρίχνει χαστούκια για να αντιμετωπίσω μία πραγματικότητα: Σε ερωτεύτηκα και σ’ αγάπησα.

Λένε πως το παρελθόν μας δε φεύγει, το κουβαλάμε μέσα μας και πολλές φορές μας στοιχειώνει. «Η αγάπη είναι συναίσθημα που παραμένει ακόμα κι αν όλα έχουν φύγει.» Έτσι δεν έλεγες; Ίσως αυτή να ‘ναι η απάντηση σε κάθε μου ερώτημα. Δεν μπορώ να αλλάξω τα πεπραγμένα, αλλά ίσως μπορώ να κρατήσω μόνο εκείνα που έκαναν εμένα κι εσένα να πορευθούμε μαζί μέχρι το σημείο εκείνο που η ζωή μας ήθελε μαζί. Κι είναι δύσκολη λέξη το «μαζί». Το προσπαθήσαμε όντως πολύ, δε νομίζεις;

Ξέχνα τα όλα, λοιπόν. Ξέχνα τον θυμό, την οργή, τα όριά μας που ξεπεράστηκαν. Πήγαινε πίσω από αυτόν τον χρόνο και πες μου. Δεν υπήρξε κάτι; Ξέχνα τα δηλητηριασμένα μας λόγια, ξέχνα και τους τσακωμούς, ξέχνα την προδοσία που πεισματικά ήθελες να αποποιηθείς την ευθύνη της, ξέχνα τα βράδια που κλάψαμε, γιατί θέλαμε όλο αυτό να πετύχει.

Δεν υπάρχει συνταγή επιτυχίας στον έρωτα. Κι αν υπήρχε, ακόμα κι οι πιο διαβασμένοι θα έκαναν λάθη. Ξέχασέ τα όλα. Θυμήσου αυτά που ζήσαμε πριν ο χρόνος καταφέρει να μας ξεγελάσει. Κι αν τα θυμηθείς όλα αυτά, θυμήσου και την αγάπη. Γιατί αυτή κατοικεί ακόμα εδώ, ακόμα κι αν εμείς έχουμε ακολουθήσει διαφορετικούς δρόμους.

Ένας χρόνος ήταν. Κι εμένα μου μοιάζει με χθες η τελευταία φορά που χάζεψα το χαμόγελό σου. Και τι αξία έχει ο χρόνος; Θα θυμάμαι πάντα κάθε σου μικρή λεπτομέρεια, ακόμα κι αν αυτός θέλει να σε ξεπεράσει.

Κι αν ποτέ σταθεί ικανός να το κάνει, ακόμα κι αν οι 365 αυτές ημέρες πολλαπλασιαστούν σε χιλιάδες και χάσω το μέτρημα, θα θυμηθώ αυτό που συνειδητοποίησα μετά από εμάς και τις επιλογές μας: Δεν μπορείς να αλλάξεις το πώς είναι οι άνθρωποι. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τους αγαπάς.

Συντάκτης: Δέσποινα Δημησιάνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη