Με καταστρέφει. Μου μαυρίζει τα σωθικά. Με σκοτώνει αργά. Κι όμως, συνεχίζω και το ανάβω, όπως κι απόψε. Τόσο κακό επιμένω να μου κάνω. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευες πάντα.

Το τσιγάρο μου. Με συντροφεύει τα πρωινά με τον καφέ μου. Κάτι καταθλιπτικά πρωινά που τίποτα δεν μπορεί να μου φορέσει χαμογελαστά προσωπεία, ούτε να με ταΐσει κουβέντες βάλσαμο. Εκείνα τα πρωινά που δεν είσαι εδώ. Εκείνα που δε μοιάζουν στα πρωινά που σε χάζευα κι αντί να απολαμβάνω τον καπνό μου, ο χώρος ντουμάνιαζε απ’ την παρουσία σου.

Και σε χάζευα. Κι άκουγα μουσικές. Κι οι μουσικές μου χόρευαν. Πόση ευτυχία; Τις ώρες που ντυνόσουν, που με φιλούσες, που με κοίταζες να τεμπελιάζω στο κρεβάτι, με μία γαλήνη στο νυσταγμένο βλέμμα μου. Τότε που μου χαμογελούσες. Και χαμογελούσα κι εγώ. Τότε που οι μέρες μας δεν είχαν ανάγκη από λιακάδες και κελαηδίσματα, ήθελαν μόνο εμάς τους δύο για να ‘ναι ωραίες.

Κι άναβα το τσιγάρο μου πιο πολύ τις ώρες που (μου) έλειπες. Ίσα-ίσα για να καλύψω κάπως την εξάρτηση. Μια εξάρτηση στη νικοτίνη που προηγήθηκε απ’ τη δική σου, αλλά την κέρδισε εύκολα το άρωμά σου.

Κι ήταν μια δική μας μέρα, μια απ’ αυτές τις γεμάτες «εσύ», που με κοίταζες με θυμό και παράπονο, ενώ άναβα πάλι τον διάολο που μαύριζε τα πνευμόνια μου. Σε ρώτησα τι συμβαίνει. «Ζηλεύω το τσιγάρο σου» είπες, κι απόρησα. Ρώτησα «γιατί» με μια αμήχανη περιέργεια. «Όχι επειδή αγγίζει τα χείλη σου, αλλά επειδή σου είναι τόσο απαραίτητο». Κι ένα νευρικό γέλιο κάλυψε την άβολη σιωπή μέχρι το φιλί σου.  Πόσο δεδομένο είναι ένα στόμα μέχρι να σταματήσεις να το φιλάς;

Ξέρεις τι μου ήταν, στα αλήθεια, απαραίτητο; Εσύ! Τα χείλη σου, το βλέμμα σου, ο τρόπος που έψαχνες το δικό μου βλέμμα τα βράδια στο κρεβάτι, με τόση σιγουριά ότι κι εγώ θα σε κοιτάζω. Εσύ ήσουν ο εθισμός μου, κι ας μην κατάλαβες ποτέ πόση εξάρτηση προκαλείς.

Α, ναι, είναι και το τσιγάρο μου. Αυτός ο θάνατος που μουδιάζει λίγο την απώλεια. Όταν αγαπάς, πεθαίνεις κάθε μέρα και ανασταίνεσαι. Πεθαίνεις απ’ τον φόβο της λήθης και τη μοναξιά της απουσίας κι ανασταίνεσαι απ’ την ελπίδα της επιστροφής. Και δε σταμάτησα να ελπίζω ποτέ σε εμάς.

Κι εσύ; Εντάξει; Χαίρεσαι τώρα που επέτρεψες στο τσιγάρο μου να μου ‘ναι τόσο απαραίτητο; Κι εγώ; Έμεινα με αυτό στα κιτρινισμένα μου δάκτυλα, με έναν ξερόβηχα κι ένα παλιό CD, που ακούγαμε μαζί, να προσπαθεί να παίξει στο χαλασμένο ραδιόφωνο. Κι όλο σταματάει, κι όλο κόβονται συλλαβές και χάνουν μέχρι κι οι στίχοι πια το νόημά τους.

Κι ανάβω πάλι το τσιγάρο μου και παρατηρώ πώς ταξιδεύει αυτός ο μαύρος καπνός απ’ την άκρη του ματιού μου, κάνοντας κύκλους μες στο δωμάτιο. Κι αν μπορούσε να μιλήσει, ίσως να σου ‘φερνε όλες εκείνες τις λέξεις που ακόμα δεν ξέρω αν προσπαθώ να κάψω ή να ελευθερώσω μαζί του.

Κι όσο κρατώ το τελευταίο μου τσιγάρο για απόψε, νιώθω τη γεύση των χειλιών σου. Σαν να ‘σαι εδώ. Η ανάσα σου, τα χέρια σου που ‘καναν ταξίδια πάνω μου, χαρτογραφώντας κάθε λεπτομέρεια του κορμιού μου, το χαμόγελό σου. Τραβάω δυο τζούρες και το σβήνω βιαστικά μες στο τασάκι, που δεν έχει άλλο χώρο για καρκίνο απόψε. Αρκούσε μόνο η γεύση σου στα χείλη μου. Μόνο για απόψε.

Και τώρα άσε με να κοιμηθώ. Αύριο πάλι. Απ’ αύριο θα το ξανανάψω το ρημάδι. Γιατί όταν δεν είσαι εδώ, δεν μπορώ να μην καπνίζω. Γιατί αφού έφυγε η εξάρτησή μου, χρειάζομαι κάτι άλλο ανακουφιστικά να με σκοτώνει.

Γιατί είναι κάποια απαραίτητα που δεν τα κερδίζει καμία εξάρτηση, κανένας πειρασμός, κανένα ναρκωτικό. Και το απαραίτητό μου είσαι εσύ.

Καληνύχτα, τα λέμε στο πρωινό τσιγάρο.

 

Συντάκτης: Δέσποινα Δημησιάνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη