Κάποτε, καθυστερημένα, βιαστικά ή σε σωστό χρόνο, έρχεται το σεξ. Πολυγραμμένο, πολυσυζητημένο, αναλυμένο, κι όμως ψάχνει ακόμα να θεμελιώσει την ίδια του την ύπαρξη. Ισορροπεί ανάμεσα σε σαρκικές και ψυχικές ανάγκες και διατηρεί τη σημασία του ανά τους αιώνες κι ανά τους λαούς, με ακόμη πολλά αναπάντητα ερωτήματα γύρω απ’ τη φύση του. Υποκειμενική ή αντικειμενική η σπουδαιότητά του; Στους κανόνες γυρεύει να στηρίξει αυτό που ακανόνιστα και πολλές φορές ανεξήγητα οδηγεί σε οργασμό δισεκατομμύρια ανθρώπων.

Κι είναι κι εκείνοι που τίποτα δε θεωρούν τυχαίο στο σεξ. Και σίγουρα τίποτα δεν είναι υποκειμενικά τυχαίο στις επιδόσεις τους και στους λόγους που ικανοποιούν όποιον έχει περάσει απ’ τα χέρια τους -κι όποιον πρόκειται να περάσει. Λένε πως δε γνωρίζουν από κούραση, κακές φάσεις, στενοχώριες, άγχος. Θέλουν και μπορούν ανά πάσα ώρα και στιγμή, δίχως να χάνουν καθόλου απ’ τις επιδόσεις τους.

Λένε πως έχουν φαντασία. Λένε πως έχουν αντοχή. Λένε πως νοιάζονται για την ευχαρίστηση του άλλου. Λένε πως έχουν ιστορικό, εμπειρία. Και λένε πως δεν τα λένε αυτά οι ίδιοι, αλλά όσοι πέρασαν κι αποθεώθηκαν στο κρεβάτι τους. Κι όχι μόνο στο κρεβάτι τους, γιατί λένε πως έχουν παντός τόπου προηγούμενα.

Αυτό που δε λένε, γιατί ίσως δεν τους το ‘χει πει κανείς, είναι ότι αυτά που λένε ξενερώνουν. Και στο ζέσταμα και στον «αγώνα». Τα πολλά λόγια είναι φτώχια. Είτε αποδειχθούν ορθά, είτε αφήσουν τους συνομιλητές μονάχα με τις προσδοκίες, τα πολλά ειπωμένα γύρω απ’ το σεξ απλώς αφαιρούν γοητεία απ’ τα πεπραγμένα.

Οι ίδιοι που μιλούν γι’ αυτό, αδικούν τον εαυτό τους. Και σίγουρα στερούνται να ακούσουν τις κουβέντες, που βιάζονται να πουν, από κάποιον άλλο κι όχι απ’ το δικό τους στόμα. Κανείς δεν αναιρεί πως ενδεχομένως να λένε αλήθειες. Αλλά το σεξ είναι φαγητό που σε νοιάζει μονάχα να γευτείς, όχι να ακούσεις βήμα προς βήμα τις τεχνικές του επίδοξου σεφ.

Πολλοί στρίβουν στη γωνία και μην τους είδατε. Γιατί η μετριοφροσύνη είναι σέξι κι αυτό οι φαφλατάδες το αγνοούν. Τους χαλάνε το παιχνίδι της εξερεύνησης, του μυστηρίου. Τους πλασάρουν ένα προϊόν που ήθελαν να δοκιμάσουν χωρίς να διαβάσουν περιγραφή. Νιώθουν πως μπροστά τους βιάζεται να τους ξεπουληθεί κάτι που θα ‘πρεπε να διεκδικήσουν για να αποκτήσουν.

Κι αν, δε, αυτά ειπωθούν και κατά τη διάρκεια της πράξης σε μορφή κατάφασης ή σε μορφή ερώτησης που περιμένει την επιβεβαίωσή τους, ξενερώνουν ακόμη περισσότερο. Μυρίζουν ανασφάλεια, έλλειψη αυτοπεποίθησης και το χάνουν.

Οι ενοχικοί ψάχνουν την αιτία. Μήπως κάνουν κάτι οι ίδιοι λάθος; Μήπως δε δείχνουν αρκετά ότι τους αρέσει ο άλλος; Μήπως δεν τους γεμίζουν, και ψάχνουν με λόγια να επιβεβαιώσουν αυτά που δε νιώθουν; Και κάπως έτσι χάνεται το παιχνίδι και μαζί του και το σεξ. Γιατί πια δε συνευρίσκονται δυο άνθρωποι που το ζουν, αλλά δυο άνθρωποι που μέσα απ’ αυτό ψάχνουν να ξορκίσουν τους φόβους τους.

Κι είναι κι εκείνοι που νιώθουν απλά αντικείμενα που πάνω τους τεστάρουν οι εραστές τις επιδόσεις τους, ενώ αποζητούν το αίσθημα της μοναδικότητας, της χημείας μεταξύ τους. Το σεξ δεν είναι απόδειξη κι ο οργασμός δεν είναι το πειστήριο.

Γι’ αυτό πρέπει να κλείνουν τα στόματα και να μιλούν τα σώματα. Αυτό αξίζει και στις δυο πλευρές. Κι αν κάτι πάει λάθος ή κι αν όλο πάει στράφι, με τα λόγια τίποτα δε θα ‘χε σωθεί. Αν ο έρωτας περνάει απ’ το στομάχι, το σεξ περνάει σίγουρα απ’ το κεφάλι. Και δεν μπορεί να περάσει, αν πρέπει να συνδιαλεχθεί με την ανασφάλεια.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη