Μαμά, γιατί μου λες να μη μιλάω δυνατά; Αφού ό,τι κι αν πω δεν ακούνε, με προσέχεις; Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται να υπάρχουν τόσα αδέσποτα ζώα στον δρόμο. Όταν μεγαλώσω, μαμά, θα φροντίσω να ανοίξουν τόσα καταφύγια ζωών που πια κανένα δε θα ‘ναι μόνο του στο κρύο. Οι άνθρωποι φταίνε, τα αφήνουν να πεινάνε και τα διώχνουν. Τριγυρίζουν μόνα στους δρόμους μαζί με τόσα παιδάκια, σαν αυτά που ζητιανεύουν για ψιλά στα φανάρια.

Γιατί να μην έχουν κι αυτά κάποια σαν κι εσένα, μαμά; Εσύ φροντίζεις μέχρι και τα σχολικά μου βιβλία να μείνουν καλά φυλαγμένα. Εκεί που έμαθα τα πρώτα μου γράμματα για να θυμάμαι τι καταφέρνω όσο μεγαλώνω. Μου δίνεις φιλιά για καληνύχτα και μου διαβάζεις εκείνα τα υπέροχα παραμύθια που έχουν πάντα καλό τέλος. Είναι η φωνή σου μαγική, καλύτερο φάρμακο για να ονειρεύομαι και να ξυπνάω με χαμόγελο· η αγκαλιά σου πάντα λυτρωτική. Εκεί τρέχω να κλειστώ όταν φοβάμαι.

Μαμά, κοροϊδεύουν εκείνο το παιδί στο σχολείο επειδή έχει παραπάνω κιλά. Κι εκείνο που ντύνεται κάπως ιδιαίτερα. Εμένα δε με ενοχλούν, εσύ μου έμαθες ακόμα κι αν δε μου αρέσει αυτό που είναι οι άλλοι, να μην κρίνω. Γιατί τα παιδιά είναι τόσο αυστηρά με τους άλλους; Να, σήμερα μερικά χτυπούσαν το παιδί που δυσκολεύεται στα μαθήματα. Δεν τους πείραξε, δεν πειράζει ούτε μύγα, δεν ξέρει να κάνει κακό. Γιατί τον ενοχλούν και δεν τον αφήνουν στην ησυχία του να παίζει; Κι έχει τόσο ταλέντο! Θα γίνει μεγάλος ζωγράφος όταν μεγαλώσει, θα δεις!

Αυτοί είναι τρελοί. Όσο μεγαλώνω αυτό βλέπω. Σε τι κόσμο με έφερες, μαμά; Όλα διαλύονται κι εσύ επιμένεις να πιστεύεις πως υπάρχει έστω και λίγη καλοσύνη σε αυτόν εδώ τον κόσμο, υπάρχει πάντα ελπίδα, ακόμα κι αν έχεις λυγίσει αρκετές φορές μπροστά τους.

Τις προάλλες σε είδα να κλαις. Κρατούσες μία φωτογραφία του παππού και της γιαγιάς απ’ τον γάμο τους. Μαμάκα, πού είναι ο παππούς κι η γιαγιά; Γιατί οι άνθρωποι φεύγουν, όπως λες; Αφού πεθαίνουν. Είναι στενάχωρη η λέξη αυτή, δε θες να την πεις για να μη με κακοκαρδίσεις. Αλλά εγώ σε είδα να κλαις κι άρχισα να κλαίω κι εγώ μαζί σου. Μου λείπουν τόσο πολύ. Δε θέλω να σε χάσω ποτέ, μαμά, είσαι η δύναμή μου. Δε θέλω να το ζήσω, κι ας μου λες ότι αυτό γίνεται με όλους τους ανθρώπους.

Είναι κακοί, σου λέω. Όλοι τους. Δεν ξέρουν να ονειρεύονται, όπως εγώ κι εσύ, αφήνουν όσα έχουν νόημα και κυνηγάνε τον εγωισμό τους. Καίνε τα δάση, καταστρέφουν τις θάλασσες. Δεν τους νοιάζει να πληγώσουν κάποιον, αρκεί να βγουν αυτοί από πάνω. Μόνο κοιτάνε το συμφέρον τους οι άνθρωποι. Κι ας μου λες ότι στη ζωή η αγάπη και το ενδιαφέρον για τον διπλανό σου προσφέρουν πιο πολλά κι από αυτά που μπορείς να φανταστείς.

Και θέλω, μαμά, να ‘μαι αυτός ο άνθρωπος που λες, εκείνος που νοιάζεται για τους άλλους, που όσοι εκτιμήσουν θα θυμούνται και που θα δίνω την αγάπη μου ανιδιοτελώς, ακόμα κι αν αυτή δε μου γυρίζει πάντα πίσω. Πες μου πως μεγαλώνοντας θα βρω την ευτυχία, αυτή που εσύ εύχεσαι συνέχεια για εμένα.

Μαμά, μη μου λες να μη λέω τα δικά μας στον κόσμο, γιατί ό,τι κι αν έχω πει, πάντα άσχημα πράγματα βρίσκουν να λένε για όλους. Είμαι περήφανη που είσαι η μαμά μου. Ελπίζω να γίνω σαν εσένα όταν μεγαλώσω, τόσο γενναία. Μου δίνεις ελπίδα να παλεύω για εμένα, εσένα, και τους αδύναμους αυτού του κόσμου.

Έλα πριν κοιμηθώ να μου διαβάσεις πάλι το αγαπημένο μας παραμύθι, με εκείνον τον μικρό πρίγκιπα. Αυτό που λέει «Το αστέρι μου θα είναι για εσένα ένα ανάμεσα σ’ όλα τα αστέρια. Έτσι θα σου αρέσει να κοιτάζεις όλα τα αστέρια».

Μαζί σου μαθαίνω να κοιτάζω τον κόσμο. Μεγαλώνω κι εσύ θα ‘σαι εκεί για να μου λες ότι όλα θα πάνε καλά.

Όμως κλείνουν τα μάτια μου, σκέπασέ με.

Καληνύχτα, μαμά μου. Αύριο θα ξυπνήσω με καινούριες απορίες.

Συντάκτης: Δέσποινα Δημησιάνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη