Δύσκολες οι συντροφικές σχέσεις, πόσω μάλλον η συμβίωση στα πλαίσια του γάμου. Στην εποχή μας, δυστυχώς, οι αριθμοί των διαζυγίων είναι απογοητευτικοί. Σε μια μελέτη που έκανε η Ελληνική Στατιστική Αρχή το 2017 ανακοίνωσε ότι ανά 1000 άτομα πληθυσμού συνάπτονται πέντε γάμοι προς δύο διαζύγια με πρωτιά τα διαζύγια στις ηλικίες 35 έως 44 ετών. Το πώς και το γιατί είναι πολυδιάστατο και κάθε διαζύγιο κουβαλάει τη δική του ιστορία, η οποία τις περισσότερες φορές είναι λυτρωτική για τον ανθρώπινο ψυχισμό των συντρόφων αλλά και των παιδιών τους. Δεν παύει όμως ένα διαζύγιο όσο λυτρωτικό κι αν είναι, εκτός από τις πρακτικές δυσκολίες που δημιουργούνται στους δύο πρώην συντρόφους, ν’ αφήνει ψυχικά σημάδια σε όλα τα μέλη της οικογένειας τα οποία ορισμένες φορές χρειάζεται πολύς χρόνος και δουλειά για να μην καταλήξουν σε τραύματα.

Μπορεί να σταματήσει όμως η ερωτική ζωή των χωρισμένων ανθρώπων μετά από ένα διαζύγιο; Υπάρχει περίπτωση ένα διαζύγιο να σταθεί πιο δυνατό από τη λαχτάρα μας για έρωτα κι αγάπη στο πρόσωπο ενός νέου συντρόφου; Σαφώς κι όχι. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη γι’ αγάπη και συντροφικότητα σε όποια ηλικία κι αν είναι. Άλλωστε, η αγάπη είναι και το ορόσημο της καλής ψυχικής υγείας. Τι συμβαίνει όμως στις περιπτώσεις όπου στη λύση του γάμου υπάρχουν παιδιά; Τι συναισθήματα μπορεί να προκαλέσει η εμφάνιση ενός νέου συντρόφου και πώς διαχειρίζεται ένας χωρισμένος γονιός το, πιθανόν, ενοχικό του κομμάτι; Πότε είναι η κατάλληλη περίοδος για την ανακοίνωση ενός νέου συντρόφου ώστε να μη θεωρηθεί εισβολέας;

Η Λυδία μας απαντάει:

«Με λένε Λυδία, είμαι 50 ετών και χωρισμένη 1,5 χρόνο. Έχω ένα κορίτσι ηλικίας 19 ετών. Σε πολύ μικρό διάστημα αφού χώρισα, ξανασυνάντησα, μετά από 25χρόνια, τον μεγάλο μου έρωτα με τον οποίον είπαμε να δώσουμε στους εαυτούς μας μια δεύτερη ευκαιρία. Μ’ αυτόν τον άνθρωπο ένιωσα ξανά ζωντανή και συναισθηματικά ασφαλής, πράγματα που είχαν εκλείψει εδώ και πολλά χρόνια από τον γάμο μου. Από την άλλη πλευρά όμως, λόγω του παιδιού μου, ένιωθα τρομερές ενοχές και φόβο. Οι ενοχές είχαν να κάνουν με το ότι το παιδί μου θα τον έβλεπε σαν τον εισβολέα που θα έκλεβε από μένα ένα κομμάτι που της άνηκε και φόβο ότι θα δε θα κατάφερνα να βρω τις ισορροπίες μου ως μητέρα κι ως σύντροφος ώστε να ήμουν εντάξει απέναντι και στο παιδί μου αλλά και στον σύντροφό μου.

Θεώρησα ότι θα μπορέσω να πνίξω τις ενοχές μου και τον φόβο μου γνωρίζοντας αυτόν τον άνθρωπο στην κόρη μου μετά από τους πρώτους 3 μήνες σχέσης. Λόγω του ότι η κόρη μου είναι ενήλικη, σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να δεχτεί ότι η μητέρα της έχει δικαίωμα να συνεχίσει τη ζωή της και να με νιώσει, αλλά τελικά βιάστηκα. Έπρεπε να πάρω παραπάνω χρόνο και να μη γνωρίζει η κόρη μου τόσες λεπτομέρειες για την προσωπική μου ζωή, όπως δεν έπρεπε να είχε γίνει τόσο σύντομα αυτή η γνωριμία. Μετά από έναν χρόνο σχέσης η κόρη μου ναι μεν έχει αποδεχτεί την ύπαρξη του νέου συντρόφου στη ζωή μου αλλά αποφεύγει να έχει επαφές κι αυτό μου δημιουργεί επιπλέον συναισθηματικό βάρος.»

Κακός σύμμαχος ο φόβος κι οι ενοχές στο να παίρνουμε αποφάσεις. Στην περίπτωση της Λυδίας, όπως κι η ίδια μας εξομολογήθηκε, οι ενοχές που ένιωθε κι ο φόβος ότι δε θα καταφέρει να κρατήσει τις ισορροπίες, την οδήγησαν στο να γνωρίσει τον νέο της σύντροφο αρκετά γρήγορα στο παιδί της. Τελικά, το παιδί της παρ’ όλη την ηλικία του δεν ήταν έτοιμο ν’ αποδεχτεί τη νέα σχέση της μητέρας της.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις κάτι πολύ σημαντικό. Η απόφαση του διαζυγίου δεν είναι απόφαση των παιδιών μας, αλλά δική μας. Μπαίνουν σε μια πραγματικότητα την οποία δεν επέλεξαν τα ίδια και χρειάζεται αρκετός χρόνος  για την αποδοχή της νέας κατάστασης. Περισσότερο όταν σ’ αυτήν τη νέα πραγματικότητα εισβάλλει ένας άγνωστος άνθρωπος. Τότε, είναι λογικό να τον απορρίψουν πριν καλά-καλά μπει στη ζωή τους. Ο χρόνος σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι ο σωστός σύμμαχος και για εμάς αλλά κυρίως για εκείνα. Επίσης, το ορθό είναι να γνωρίζουν όσο τον δυνατόν λιγότερες λεπτομέρειες για την προσωπική μας ζωή. Μια αναφορά στο ότι είμαστε στη διαδικασία μιας γνωριμίας μ’ έναν άνθρωπο δε μεταφράζεται στο να τους λέμε ψέματα, αλλά αντίθετα τους δίνουμε τον απαιτούμενο χρόνο για ν’ αρχίσουν να εξοικειώνονται με τη νέα κατάσταση της ζωής μας.

Σε κάθε περίπτωση, η γνωριμία τους με τον νέο σύντροφο δεν πρέπει να γίνει με τον τρόπο της επιβολής αλλά σταδιακά, έτσι ώστε να νιώσει το παιδί ότι δεν απειλείται η γονική αγάπη που εισπράττει από τους βιολογικούς τους γονείς καθώς κι ότι δε θ’ αλλάξουν οι αρχικοί ρόλοι. Πρέπει να τους γίνει κατανοητό ότι ο βιολογικός γονιός κατέχει τον ρόλο του γονέα κι ο νέος σύντροφος δεν μπήκε στη ζωή τους για να τον κλέψει, αλλά για να συμπληρώσει τη ζωή του γονιού.

Οφείλουμε όμως ν’ ακούσουμε και την άποψη ενός παιδιού. Τη σκυτάλη την παίρνει ο μικρός Γιάννης και μας απαντάει:

«Με λένε Γιάννη κι είμαι 13 χρονών. Αν η μαμά ή ο μπαμπάς μου ανακοίνωναν πριν από τρία χρόνια, δηλαδή στις αρχές του χωρισμού τους, ότι βρήκαν νέους συντρόφους δε θα το έπαιρνα τόσο καλά διότι ήμουν μικρότερος, ανώριμος και δε σκεφτόμουν καθαρά. Θα είχα στο μυαλό μου ότι ο νέος σύντροφος της μαμάς μου ή του μπαμπά μου θα ερχόταν για ν’ αντικαταστήσει έναν από τους γονείς μου. Αν η μαμά μου η μπαμπάς μου ανακοίνωναν τώρα ότι έχουν βρει νέους συντρόφους θα ήθελα να τους γνωρίσω, για να δω αν είναι καλοί άνθρωποι, αν αξίζουν για τη μαμά μου ή για τον μπαμπά μου. Δε θα ένιωθα ούτε λύπη ούτε χαρά, αλλά θα ήξερα ότι συνεχίζουν τη ζωή τους γιατί για τους ανθρώπους που αγαπάς, θέλεις είναι να είναι χαρούμενοι, οπότε δε θα είχα και λόγο ν’ αντιδράσω αρνητικά.»

Ο Γιάννης βίωσε τον χωρισμό των γονιών του πριν από τρία χρόνια. Έχει ξεπεράσει πλέον το στάδιο της αποδοχής του διαζυγίου κι έχει αποδεχτεί τη νέα πραγματικότητα. Μας απάντησε ότι πλέον δε θα είχε πρόβλημα να γνωρίσει τους συντρόφους των γονιών του κι η αλήθεια του, φωνάζει δυνατά ότι ο λόγος που δε θ’ αντιδράσει αρνητικά είναι γιατί θέλει να βλέπει ευτυχισμένους τους γονείς του, έχοντας ανθρώπους δίπλα τους που τους αξίζουν και τους κάνουν να είναι χαρούμενοι.

Τελικά, η αλήθεια είναι πιο ξεκάθαρη από ό,τι φαίνεται. Δυστυχώς εμείς οι γονείς, έχουμε την τάση της υπερανάλυσης και μπαίνουμε στη διαδικασία ορισμένες φορές να φορτώνουμε τον εαυτό μας με φοβίες κι ενοχικά συναισθήματα. Τι θέλουν τα παιδιά για τους γονείς τους; Ακριβώς ό,τι θέλουμε κι εμείς για εκείνα. Να είναι ευτυχισμένα, χαρούμενα  και να προχωράνε τη ζωή τους έχοντας ανθρώπους δίπλα τους που θα τους αγαπάνε. Η καλύτερη και πιο δυνατή συμμαχία που μπορεί να νικήσει αμφότερα φόβους κι ενοχές που γεννιούνται μέσα από τις επιλογές μας, είναι αυτή με τα παιδιά μας και το μόνο βέβαιο, είναι ότι βγαίνουν γονείς και παιδιά νικητές.

 

Ps: Ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου την Λυδία για τη ειλικρινή μαρτυρία της και τον μικρό Γιάννη για την υπέροχη συζήτηση που είχαμε -κατόπιν γονικής συγκατάθεσης. Ευχαριστώ επίσης για τη βοήθεια που μου προσέφερε απαντώντας στις ερωτήσεις μου για να ολοκληρώσω το άρθρο μου. Σας ευχαριστώ πολύ και τους δύο.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Θάλεια Διαμαντούλη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου