Λένε πως όταν έχεις αγαπήσει κάποιον εύχεσαι τα καλύτερα γι’ αυτόν, ακόμα κι αν τραβήξετε χωριστούς δρόμους.

Ατάκες του κώλου που πετάνε κάτι τυπάκια σαν κι εσένα, μπας και γλιτώσουν καμιά κατάρα, αν το «θύμα» που έχουν απέναντί τους συγκινηθεί από την ανάμειξη πόνου του χωρισμού και συναισθημάτων που συνεχίζει να έχει.

Υπάρχουν και κουτορνίθια που τα πιστεύουν και μετά πάνε στο δωμάτιό τους να κλάψουν γοερά.

Για το δικό σου το δρόμο πάντως εύχομαι να οδηγεί σε κανέναν υπόνομο. Μεταξύ μας, δεν είναι καθόλου δύσκολο, γιατί με τα μυαλά που κουβαλάς, πάντα στα σκατά καταλήγεις.

Το είχα δει το εργάκι πολλές φορές ως φίλη σου, σε είχα συμβουλέψει άλλες τόσες, αλλά δε μου έφτανε ο ρόλος του κομπάρσου, ήθελα τον πρωταγωνιστικό.

Αγάπες και λουλούδια, μεγάλα λόγια, πράξεις έτσι για δείγμα, μη σε πουν και εντελώς αναίσθητο. Βαρύ πεπόνι, εξαφανιζόλ και πάλι απ’ την αρχή όταν έχεις ξεμείνει από άλλες επιλογές.

Πριν από εσένα δεν πίστευα όλες εκείνες τις κοπέλες που ξημεροβραδιάζονταν απογοητευμένες για το πόσο σκάρτα τους φέρθηκε ο χι, ο ψι, ο ωμέγα. Νόμιζα πως ήταν απελπισμένα κοριτσάκια που φούσκωναν την ιστορία τους γιατί απλώς τις βαρέθηκαν ή δεν μπορούσαν να παραδεχθούν την ήττα τους από κάποια πιο επιτήδεια.

Ήταν μέχρι να σε γνωρίσω καλύτερα. Γιατί αν η Wikipedia είχε σελίδα αφιερωμένη στο «μαλάκα», θα αφιέρωνε ξεχωριστό τμήμα με τη φωτογραφία και το όνομά σου με κεφαλαία γράμματα.

Ήθελα να ‘ξερα τι στο διάολο σκεφτόσουν όταν εν μία νυκτί άλλαξες πρόσωπο και πήγες από τον τρελά ερωτευμένο στον απίστευτα καταπιεσμένο. Όταν με αποκαλούσες φαντασιόπληκτη που σε ρωτούσα αν κάτι σε απασχολεί. Όταν ζητούσες χρόνο ενώ περνούσαμε εβδομάδες χωριστά.

Κι όλα αυτά για να μου ξεφουρνίσεις εν τέλει ότι κάτι σε ξενέρωσε απίστευτα, αλλά δε θυμάσαι τι, επιμένοντας πως θα έπρεπε να σε έχω ρωτήσει νωρίτερα.

Πότε, ρε γελοίε; Όταν με έβγαζες τρελή;

Πού τις πουλάς τις παπαριές;

Τέτοια δικαιολογία, ούτε από τελευταία χαζογκόμενα δεν ακούς πλέον.

Ήμουν κι εγώ ηλίθια που στο ενδιάμεσο έτρεχα από πίσω σου προσπαθώντας να σώσω την κατάσταση.

Δεν ξέρω αν είσαι όντως σαδιστής ή απλώς αρχίδι. Κλίνω προς το σαδιστικό αρχίδι. Το σίγουρο είναι πως απολάμβανες αυτό που έκανες.

Θυμάμαι τα ξινισμένα μούτρα σου όταν προσπαθούσα να πω κανένα αστείο, να σπάσω τον πάγο. Με κοιτούσες με αποδοκιμασία από πάνω μέχρι κάτω, με ύφος που γκάριζε: «τι μαλακία είπε πάλι αυτή». Αν ένας φίλος σού έλεγε ακριβώς το ίδιο δυο λεπτά αργότερα, ξεκαρδιζόσουν στα γέλια. Αν τολμούσα να σου το επισημάνω, να σου πάλι η υστερική γκόμενα.

Ευτυχώς μου είχε απομείνει αρκετή φαιά ουσία, παρά την απογοήτευση, για να σε στείλω μια ώρα νωρίτερα. Προφανώς και έπρεπε να το κάνω εγώ, γιατί εσύ έψαχνες με το κάτω κεφάλι το επόμενο σου λιμάνι, αφού η βλαμμένη προσπαθούσε να σε ξανακερδίσει και την είχες σίγουρη.

Δεν ξέρω αν σε αηδιάζω ή αν σε λυπάμαι.

Δεν πρόκειται να αλλάξεις.

Στην καλύτερη, θα βρεθεί κάποια όμοιά σου, στην πιάτσα γνωστή ως καπάτσα, που θα σου κάνει τα ίδια καψόνια πριν προλάβεις να τη βαρεθείς εσύ. Από τις δικές σου τακτικές θα το βρεις.

Θα ξεχάσεις και τα ξινισμένα μούτρα και το επίπεδο.

Σκυλάκι θα γίνεις, μέχρι και τις παντόφλες θα της πηγαίνεις, περιμένοντας με τη γλώσσα έξω μπας και σου πετάξει κανένα μεζέ.

Κρίμα, ξέχασες όμως τι κάνουν οι κάφροι όταν βαρεθούνε τα κατοικίδια.

Τα πετάνε στο δρόμο.

Τέτοια σαπίλα αξίζεις.

Θα κάνεις την εμφάνισή σου με μεταμεσονύκτιο τηλεφώνημα, μετανιωμένος για το «θησαυρό που έχασες»,  και για αυτά που «δεν εκτίμησες όσο τα είχες».

Θα μου ζητήσεις να τα ξεχάσουμε και να ξαναρχίσουμε, θα πάρεις πάνω σου όλο το βάρος, θα με απαλλάξεις από τους χαρακτηρισμούς της υστερικής και της τρελής κατηγορώντας τον εαυτό σου.

Θα είμαι εκεί.

Να σου κλείσω το τηλέφωνο στα μούτρα.

Και να σου πω με χαμόγελο αυτό που σου λέω και τώρα «Άντε γαμήσου». 

 

Συντάκτης: Τίνα Μπαρμπάτσαλου