Μερικές φορές ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό λένε. Άλλες φορές φορές αυτό που δε σε σκοτώνει, σε πονάει συστηματικά όλο και περισσότερο. Δεν ξεπερνάμε όλοι μας με τον ίδιο τρόπο αυτά που μας πληγώνουν άλλωστε, ή είναι τόσο δυνατά όσα νιώθουμε που τελικά στην προσπάθειά μας να ανακάμψουμε, παραλύουμε. Είναι αυτός ο πόνος που παίρνει φυσικές διαστάσεις και νιώθεις ακόμα το κορμί σου να ακολουθεί βήμα βήμα την ψυχική σου κατάρρευση.

Χωρισμοί, προδοσίες, αναποδιές, απώλειες, όλα πληγώνουν. Το πόσο και το γιατί ή την αξία του κάθε συμβάντος, τα ορίζεις εσύ κάθε φορά, όσο και να μη θες να το παραδεχθείς. Όσο και να νομίζεις πως είναι πάνω από τις δυνάμεις σου, τίποτα δεν είναι εκτός της σφαίρας επιρροής σου. Κι εσύ είσαι εκείνος που αφήνεσαι στον θρήνο ή την απελευθέρωση από αυτόν, επιβαλλόμενος στο ίδιο σου το μυαλό και τους συνειρμούς του.

Κάθε φορά που πονάμε, δείχνουμε το ποιοι είμαστε πραγματικά, ενώ αν μπούμε στη διαδικασία να μας παρατηρήσουμε, θα καταλάβουμε πολλά για την ιδιοσυγκρασία μας κι εμείς οι ίδιοι για εμάς. Πιθανότατα να μπορεί κανείς να εξάγει κάποιο συμπέρασμα περί του πόσο ψύχραιμος είναι, ή το πόσο εύκολα μπορεί να επανέλθουμε από τις αναποδιές, τις προδοσίες, τους χωρισμούς του πού πρέπει να εστιάσει για να μπορέσει να πάει παρακάτω και πού υστερεί.

Αν όμως αδυνατείς να αποστασιοποιηθείς από τα συναισθήματά σου, τότε είτε θα παραδοθείς χάνοντας τη μάχη είτε θα συνεχίσεις σε μια καθημερινή σύγκρουση που θα σε κάνει να πονάς όλο και περισσότερο. Κάθε μέρα και λίγο παραπάνω ή σε μεγάλες δόσεις ανά χρονικά διαστήματα. Οι πληγές σου δε θα κλείσουν εύκολα γιατί πολύ απλά σου είναι πολύ δύσκολο να τις αφήσεις εσύ να κλείσουν.

Τις υποσχέσεις σου, τις αναμνήσεις σου, τις κουβαλάς μαζί σου κι αυτό είναι κάθε φορά που σε πονάει περισσότερο, αυτό που ανοίγει την κρούστα όταν πάει να σχηματιστεί. Ο λόγος δεν είναι προφανής. Είναι όμως αρκετά εύλογος. Είναι γιατί δεν επιθυμείς να αφεθείς στο να πας παρακάτω, διότι έτσι διατηρείς ζωντανή την ανάμνηση όσων θεωρούσες σημαντικά. Είτε, ακόμη πιο απλά, νιώθεις την ανάγκη να τιμωρήσεις τον εαυτό σου, διότι δε θεωρείς ότι αποδόθηκε δικαιοσύνη.

Είναι καιρός λοιπόν να σταματάμε να κουβαλάμε πάνω μας τα κρίματά μας, σαν φόρους τιμής ενός πολέμου που χάσαμε. Κι αν λένε πως όλα είναι μαθήματα, τόσες φορές που το δώσαμε το ρημάδι το περάσαμε πια και μάλιστα πήραμε και τον βαθμό μας. Μάθαμε, επιζήσαμε, δε σκοτωθήκαμε κι όσο απίστευτο κι αν ακούγεται κι ο πόνος απόφαση είναι. Εκτός από τα ξημερώματα που χτυπάς το πόδι στη γωνία και ουρλιάζεις, όλο το υπόλοιπο είναι στο μυαλό κι εκεί είναι και το σημείο παύσης του. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε, είναι να αφήσουμε πίσω μας, ό,τι εκεί πρέπει πια να βρίσκεται.

Συντάκτης: Άννα Αντωνίου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου