Είναι βράδυ, σκοτάδι. Εκεί που οι σκέψεις βρίσκουν τον τρόπο να φωτίζουν κι αρχίζουν να χαλούν την ηρεμία της νύχτας. Από εκείνα τα βράδια είναι κι αυτό με μουσική να ακούγεται και σκέψεις να κατακλύζουν σαν χείμαρρος που θέλουν να γραφτούν στο χαρτί. Πιάνω λοιπόν το χαρτί, στιλό και οι λέξεις βοηθούν να γραφτούν όσα δε σου είπα.

Στο μυαλό μου έρχεται το δικό σου το βλέμμα. Εκείνο το βλέμμα που με μαγνήτισε και με φυλάκισε από την πρώτη στιγμή, χωρίς να με ρωτήσει καν, χωρίς να έχω επιλογή να φύγω. Πόσο θέλω να σβήσω από τη μνήμη μου όλες τις υποσχέσεις που δώσαμε. Καμία δυστυχώς δεν τηρήσαμε. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στο χρωστάω να ξέρεις, ένα ευχαριστώ που με κάνει να πονάω που δε στο είπα ποτέ.

Κάθε φορά που δε σ’ έβρισκα με λαχτάρα σ’ αποζητούσα, παντού σε δρόμους, στενάκια, μαγαζιά, δωμάτια, ακόμα και δίπλα στο μαξιλάρι μου. Η πρώτη μου κίνηση ήταν πάντα να σε βρω με κάθε αφορμή και κόστος. Για δυο μάτια, τα δικά σου έγιναν όλα. Σκοτεινά μα και ταυτόχρονα τόσο φωτεινά. Τι ήταν αυτό που με μαγνήτισε τότε δεν ξέρω, τώρα πια το έμαθα. Μου μιλούσαν, μου είπαν μια ιστορία Τόσο διαφορετική από τ δική μου μα τόσο οικεία ταυτόχρονα, που κάπου εκεί ανάμεσα βρήκα να κουρνιάσω. Να απαλύνω τις γωνίες, τις τραχιές επιφάνειες.

Να ξέρεις πως προσπάθησα κι ας μην το είχες παραδεχτεί τότε. Εσύ τα κατάφερες καλύτερα· για λίγο νόμιζα πως αυτό που θα ένιωθα θα κρατούσε για μια στιγμή, μα κράτησε τελικά έναν αιώνα. Και το ένιωσα για ευτυχία. Κι ας αποδείχτηκε πως ήταν φευγαλέο, μα πόσο κρατάει μια στιγμή; Μια στιγμή λοιπόν κι εγώ απεγνωσμένα προσπαθούσα να την κάνω να γίνει λεπτό, ώρα, μέρα, μήνας και στόχος πάντα ήταν το «για πάντα». Μάταια από ό, τι αποδείχτηκε εκ των υστέρων. Μα δεν πειράζει, αλήθεια το λέω και το εννοώ. Εγώ σ’ ευχαριστώ που με έκανες να νιώσω, τον λόγο ποτέ δε θα τον μάθεις. Κι ίσως έτσι να είναι και καλύτερα, γιατί αν ξέραμε το αντίκτυπο που είχαμε στις ζωές των ανθρώπων ίσως τρομάζαμε από το μέγεθός του. Καλύτερα λοιπόν η άγνοια, η αφέλεια, καμιά φορά κι η λήθη.

Αυτό δεν ψάχνουμε όλοι λίγο πολύ; Κάποιο παυσίπονο για την ψυχή, μόνο που εγώ σε είδα για θεραπεία κι εσύ για ντεπόν που μετά από 3 ώρες θα περάσει η επίδρασή του. Κι αυτό που τότε ονόμαζα αδυναμία, κατάλαβα πως ήταν δύναμη, γιατί τη θεραπεία που θέλουμε να βρούμε, δε θα τη βρούμε ποτέ σε δυο άλλα μάτια κι ας είναι τόσο όμορφα. Κι εγώ αλήθεια, μαθαίνω να ζω, χωρίς την εξάρτηση αυτή. 385 ημέρες και σήμερα, καθαρή από εσένα κι από όσα ζήσαμε.

Υπάρχει και μια παγίδα, για να είμαστε και δίκαιοι.  Τι θα κάνω αν σε δω ξανά σ’ ένα δρομάκι; Μπορώ να αραδιάσω μια σειρά από μεγάλες υποσχέσεις, μα θα το δείξει η στιγμή όταν έρθει, αν θα υποκύψω στη πιο γλυκιά μου εξάρτηση κι εκείνα τα μαύρα μάτια σου. Οι λέξεις μου τελείωσαν γι’ απόψε και το χαρτί θα μπει στο συρτάρι. Τι σημασία έχει να ξέρεις; Είπαμε, καλύτερα η λήθη.

Εις το επανιδείν.

 

Συντάκτης: Άννα Αντωνίου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου