Το τηλέφωνο χτυπάει κι εσύ τρέχεις να προλάβεις την κλήση. Μόλις έφυγες απ’ τη δουλειά κι απ’ την κουραστική μέρα που πέρασες, το μόνο που σου λείπει είναι το σπίτι, η ησυχία και το κρεβάτι σου. Εν τέλει, βρίσκεις το κινητό σου και βλέπεις πως σε έπαιρνε το φιλαράκι σου. «Ωχ, θα θέλει να βγούμε». Διστάζεις λιγάκι, αλλά καλείς πίσω.

«Έλα, μην κανονίσεις τίποτα. Θα βγούμε με τα παιδιά για ποτό».

«Μπα, μη με υπολογίζετε. Είχα χάλια μέρα στη δουλειά».

«Δεν ακούω τίποτα, στις 10 θα περάσω να σε πάρω».

«Καλώς, αλλά μόνο για ένα ποτό, δεν είμαι για πολλά».

Το σύμπαν, όμως, μας ακούει κι έχει διαφορετικά πλάνα για εμάς απόψε. Πες την αλήθεια, πόσα χαλαρά ποτά οδήγησαν σε τέσσερα διαφορετικά μαγαζιά κι ίσως και κάμποσα μπουκάλια;

Άλλο που δε θες κι εσύ να βγεις, αφού μερικές φορές, μες στον κακομαθημένο εγωισμό μας, επιβεβαιώνουμε τη ρήση «τραβάτε με κι ας κλαίω». Ετοιμάζεσαι, λοιπόν, και σέρνεις το κουφάρι σου για ποτό. Απ’ τα πρώτα κιόλας λεπτά που συναντιέσαι με τα κολλητάρια σου, νιώθεις πολύ καλύτερα, την είχες ανάγκη αυτήν την έξοδο, τελικά, και δεν το είχες καταλάβει. Σε ‘χει απορροφήσει τόσο η ρουτίνα, που τραβάει σαν ηλεκτρική σκούπα την ενέργεια και το κέφι από μέσα σου.

Η παρέα μαζεύτηκε και το ένα ποτό γίνεται και δεύτερο, με τα θέματα συζητήσεων εναλλάσσονται τόσο γρήγορα όσο και τα ποτήρια. Αναμνήσεις, αστείες ιστορίες, παιδικές αναπολήσεις και γέλια που τα αντικαθιστούν φιλοσοφικές συζητήσεις κι η επόμενη ερώτηση που πέφτει στο τραπέζι: «Πού θα πάμε μετά;». Η ειρωνεία πως την πρόταση την έκανες εσύ! Σύμπαν, πόσο γελάς άραγε; Ο πρώτος γύρος τελείωσε.

Κάποιοι αποχωρούν, κάποιοι διαφωνούν και στο τέλος μένουν οι κλασικοί ακόλουθοι κι η βραδιά συνεχίζεται με τους λίγους και (πολύ) καλούς. Οι φίλοι σου σε πειράζουν, «φαντάσου και να ‘θελε να βγει». Γελάς και τους αγκαλιάζεις. «Σκάστε, σήμερα θα περάσουμε καλά».

Πάτε, λοιπόν, στο στέκι σας και με το που μπαίνετε και κάθεστε στο μπαρ, αρχίζουν τα σφηνάκια –κέρασμα απ’ το γνωστό σου που δουλεύει εκεί– κι η βραδιά τρέχει σαν νερό. Η διάθεση ανεβασμένη, οι άμυνες πεσμένες, χορεύετε, κάνε πλάκα, φλερτάρετε. Τσιμπάς κομπλιμέντα, αφού η αλήθεια είναι πως δείχνουμε πιο όμορφοι όταν είμαστε ανέμελοι και χαλαροί, όταν περνάμε καλά με ανθρώπους αγαπημένους.

Περνάς ωραία, μόνο που ξαφνικά η παρέα σπάει, ο ένας θέλει να φύγει, οι άλλοι ακολουθούν κι εσύ δεν ξέρεις τι να κάνεις. Μια ψυχή σου ζητάει να μείνεις, να συνεχίσετε μαζί. Κι εσύ το βρίσκεις καλή ιδέα. Το κολλητάρι αποχωρεί και σου λέει να προσέχεις. Και το φιλαράκι σου, όμως, δείχνει πολύ ενθουσιασμένο για να πηγαίνει απλά σπίτι, σου κλείνει το μάτι και σου λέει πως θα τα πείτε αύριο.

Πίσω στο ραντεβού σου, κι ας προέκυψε απ’ το πουθενά, αυτά είναι τα καλύτερα εξάλλου. Απόψε δε σκέφτεσαι, απλά απολαμβάνεις. Έρχεται ένα φιλί κι έπειτα σου ψιθυρίζει πως αυτό ήταν κάτι που ήθελε να κάνει από καιρό. Αντιδράς σαν ερωτευμένος έφηβος. Κοίτα τι θα έχανες αν δεν έβγαινες! Πηγαίνετε μια βόλτα με τη μηχανή κάπου με θέα κι ούτε που είχες φανταστεί ποσό υπέροχη δείχνει η πόλη σου από ψηλά κάτι τέτοιες ώρες.

Έχει αρχίσει να ξημερώνει κι εσύ αντί να ‘σαι στο κρεβάτι σου, περνάς μία απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες βραδιές σου, απολαμβάνοντας βαθιές συζητήσεις και χάδια. Αυτή η νύχτα σας ανήκει. Σε ρωτάει αν δουλεύεις σήμερα –όντως η μέρα έχει ήδη αλλάξει και δεν το ‘χεις καταλάβει–, απαντάς «όχι» και σου λέει «ωραία, πάμε για ύπνο τότε».

Απ’ το πουθενά έχεις βρεθεί σε ένα ξένο σπίτι, με έναν άνθρωπο όμως που σε κάνει να αισθάνεσαι οικεία κι ασφαλής. Εξακολουθείς να περνάς καλά, κι ας μη θυμάσαι πολλά, με μια υπόσχεση πως το μέλλον θα ‘ναι ακόμη πιο ενδιαφέρον. Γιατί είναι τόσο πιο όμορφο όταν δεν ξυπνάς σπίτι σου, όταν βγαίνεις απ’ την κανονικότητα της ρουτίνας, όταν ζεις κάτι διαφορετικό. Γιατί τα απρόβλεπτα είναι τα πιο ωραία.

Συντάκτης: Άννα Αντωνίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη