Πέρασαν αντιστρεπτή τα εφηβικά  χρόνια και η αίσθηση του να μείνεις για πάντα μικρός και προστατευμένος κάτω από τη στέγη των γονιών σου ξεχάστηκε. Τώρα πλέον είσαι ένας σοβαρός ενήλικας -λέμε τώρα- που προσπαθεί να πάρει τη ζωή στα χέρια του. Και παραδόξως παρά το νεαρό και την απειρία της ηλικίας σου και τις καθημερινές δυσκολίες που συναντάς τα βγάζεις πέρα διατηρώντας το δικό σου χώρο, εννοώντας το σπίτι ή διαμέρισμα σου. Πληρώνεις νοίκι, πληρώνεις λογαριασμούς, πηγαίνεις για ψώνια, τι άλλο; Αυτό δεν κάνουν οι ενήλικες, εξάλλου;

Μια μέρα προσκαλείς τον καλύτερό σου φίλο στο σπίτι σου με την εξής φράση «Πέρνα από το σπίτι μου όποτε θες, να στο δείξω κιόλας». Κι ένα πρωινό όπως τα άλλα, σε καλεί ο κολλητός ο οποίος δε σε ρωτάει, απλά σου ανακοινώνει ότι θα περάσει από το σπίτι σου το αργά το απόγευμα, την ίδια μέρα! Εσύ φυσικά δεν μπορείς να του το αρνηθείς με καμία, γιατί αφενός είναι ο κολλητός σου και δεύτερο και σημαντικό θα σε επισκεφτεί για πρώτη φορά στο σπίτι σου.

Καλύτερα γκομενάκι να ερχόταν, δε θα αγχωνόσουν ούτε θα ανυπομονούσες τόσο!  Να συμμαζέψεις λιγάκι, έτσι ώστε να δει το φιλαράκι σου το σπίτι σου σε καλή κατάσταση, να πας και κανένα μάρκετ γιατί στο ψυγείο έχεις μόνο μουστάρδα, να κρεμάσεις και την κουρτίνα που την έχεις από πέρυσι στη συσκευασία. Και παρ’ όλο που είσαι πτώμα από τη δουλειά,ο κολλητός σου θα έρθει να δει το σπίτι για πρώτη φορά, δεν ξεκουραζόμαστε τώρα!

Επίσης, πίσω από αυτό έχεις και την κρυφή επιθυμία να τον κάνεις να αισθανθεί περήφανος για σένα, για το γεγονός ότι έχεις αναλάβει τη ζωή στα χέρια σου και φυσικά που σε έχει για φίλο. Θες να του δείξεις πόσο νοικοκύρης είσαι και ότι το έχεις με την καθαριότητα και το συγύρισμα και θα κάνεις τα πάνω κάτω να παρουσιάσεις την καλή σου πλευρά. Άσε που πεθαίνεις να του δείξεις πόσο έχεις ωριμάσει και έχεις αλλάξει, προς το καλύτερο φυσικά. Να κάνουμε και λίγη μόστρα.

Έτσι  λοιπόν αφού το σπίτι μοιάζει σαν από εξώφυλλο περιοδικού διακόσμησης, σκέφτεσαι ότι εκείνη την ώρα που θα σε επισκεφτεί ο φίλος σου, πιθανό να πεινάει και καταπιάνεσαι στα γρήγορα να φτιάξεις μια μακαρονάδα. Όχι τη μακαρονάδα που έφτιαχνες στα φοιτητικά σου χρόνια με τυρί και μπόλικη κέτσαπ αλλά την σούπερ υπερπαραγωγή μακαρονάδα που έχεις εξελίξει από τότε με την τεριάκι σος,  με κοτόπουλο με μέλι και σουσάμι κι ό, τι άλλη γκουρμεδιά τσίμπησες από το σούπερ προ ολίγου.

Το κουδούνι χτυπάει, it’ s show time! Τον καλωσορίζεις με ένα πλατύ χαμόγελο, τον αγκαλιάζεις κι αμέσως του προτείνεις να τον ξεναγήσεις στο σπίτι σου. Του δείχνεις κάθε γωνιά, πόσο σε βόλεψε εκείνο το γωνιακό γραφείο, ο οικονομικός καναπές που βρήκες στις εκπτώσεις και εκείνη η λεπτεπίλεπτη ραφιέρα που έκανες να συναρμολογήσεις δέκα μέρες γιατί είχες χάσει τις βίδες. Μόλις το φιλαράκι σου ξεστομίσει «Α, πολύ ωραία το έφτιαξες» η καρδιά σου φτερουγίζει από περηφάνια. Ηρεμείς, πήραμε την έγκριση.

Αφού περάσει αυτό το πρώτο δεκάλεπτο του «έλα να σου δείξω», έρχεστε ξανά στη ρουτίνα σας. Αστεία και γέλια πλημμυρίζουν το τραπέζι της κουζίνας, μοιράζεστε τα νέα των ζωών σας, θυμάστε τα ανώριμα λάθη του παρελθόντος και γελάτε με όλη σας τη ψυχή. Ρίχνεις και μια κλεφτή ματιά στο πιάτο του φίλου σου που άδειασε, που αυτό σημαίνει για σένα ότι η μακαρονάδα που έφτιαξες είχε τρομερή επιτυχία. Εκεί σκας ακόμη ένα χαμόγελο- σε ραντεβού να ήσουν δε θα είχες τόση αγωνία!

Η βραδιά φτάνει στο τέλος της κι εσύ έχεις μοιραστεί όχι το σπίτι σου ή τα έπιπλά σου, μα το βήμα σου προς την ενηλικίωση. Καμιά φορά η καθημερινότητά μας τρέχει σε τόσο γρήγορους ρυθμούς που ξεχνάμε την αξία των φίλων μας στη ζωή μας. Και οι φίλοι μας, είναι το σπίτι μας. Δυο μακαρονάδες και πολλή αγάπη. Τι άλλο να χρειαστεί κανείς;

Συντάκτης: Λουκία Κουμπαρή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου