Φανταστείτε μια ζωή χωρίς το προσωπικό σας κινητό τηλέφωνο. Δημιουργήστε αυτή την εικόνα στο μυαλό σας και συνεχίστε ελεύθερα με ένα ουρλιαχτό απόγνωσης λέγοντας τη φράση «ούτε καν!».

Πληροφοριακά, η κινητή τηλεφωνία μπήκε δυναμικά κι ένδοξα στη ζωή μας το 1993 κι ως γνωστόν διευκόλυνε κι εξακολουθεί να βοηθά την καθημερινότητά μας. Απ’ τη δεκαετία εκείνη μέχρι τη δική μας τα κινητά τηλέφωνα πολλαπλασιάστηκαν και τα λογισμικά τους εξελίχθηκαν. Σαφώς και χρωστάμε ένα μπράβο κι ένα μεγάλο ευχαριστώ στους εφευρέτες αυτής της πολυτάλαντης συσκευής. Όσο όμως κι αν εξελίσσονται τα κινητά μας, ο πρώτος τους σκοπός κι η αρχική τους λειτουργία –εκείνη των κλήσεων– εξακολουθεί να παραμένει η αγαπημένη μας. Το να παίρνεις τηλέφωνο και να μοιράζεις κλήσεις δεξιά κι αριστερά, είναι μια διαδικασία πολύ πιο ανακουφιστική κι άμεση απ’ το να προσπαθείς να βγάλεις άκρη επικοινωνώντας με sms ή με μηνύματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Έχουμε και λέμε. Περπατάς ανέμελα στο δρόμο, όλα στη ζωή σου κυλάνε ήρεμα και ξαφνικά σκάει τούβλο μπροστά σου το πρώην πρόσωπο. Τα συναισθήματα περίεργα έως και παγωμένα. Τι να κάνεις; Να πεις γεια, να μην πεις; Κι αν χαιρετήσεις χωρίς να πάρεις ανταπόκριση; Ήδη αγχώθηκα. Περνάει η φάση κι αυτό που χρειάζεσαι μέσα στον πανικό και το άγχος σου είναι να καλέσεις το κολλητάρι σου για να διηγηθείς με κάθε δυνατή –εννοείται– λεπτομέρεια, ποιον μόλις συνάντησες στον δρόμο. Θες να εξηγήσεις βλέμματα, κινήσεις, με ποιον ήταν, πού ήταν, τα feelings που σου έσκασαν εκείνη τη στιγμή και για κλείσιμο να σχολιάσεις λιγάκι και το styling που είχε. Έλα, όμως, που δεν παίρνεις απάντηση.

Καλείς και ξανακαλείς κι οι κλήσεις σου μένουν αναπάντητες, αλλά, εσύ εκεί, κρατάς την παράδοση και συνεχίζεις μέχρι να στο σηκώσει. Καλά κάνεις, μην αγχώνεσαι. Το πολύ-πολύ όταν πάρει το κινητό στα χέρια του να δει κάποιες λίγες –δέκα-δεκαπέντε– κλήσεις και να πει «Τι σκατά έχει γίνει;» ή (αν σε ξέρει πολύ καλά) να αναφωνήσει «Έχει θέματα το παιδάκι!». Το δεδομένο είναι πως θα σε καλέσει πίσω. Μέχρι τότε, όμως, πώς να σταματήσεις εσύ, αφού βράζεις μέσα σου;

Μα είναι δυνατόν; Σε τέτοιες καταστάσεις που μας βάζουν σε αναμμένα κάρβουνα (και σε άλλες τόσες που ενδεχομένως να είναι ακόμα πιο σοβαρές) να καλείς, να μην το σηκώνουν, εσύ να συνεχίζεις τις κλήσεις κι εν τέλει να σε βγάζουν και χαζό; Αυτά είναι του σατανά, όπως λέει κι η γιαγιά μου κι η γιαγιά πάντα ξέρει τι λέει. Εφόσον στο κινητό υπάρχει διαθέσιμο πακέτο ομιλίας, υπάρχει απευθείας κι απεριόριστος χρόνος για τηλέφωνα κι ας μένουν αναπάντητα.

Οι πολλές αναπάντητες κλήσεις που θα δεχτείς από ένα μόνο άτομο δείχνουν τη σημαντικότητα του θέματος για το οποίο θέλει σε ενημερώσει –ή απλά την επιμονή και το ξεροκέφαλό του– κι αν δε φημίζεται για την υπομονή του, τότε για καλό σου βρες λίγα δευτερόλεπτα χρόνου να το σηκώσεις, πριν κολλήσει η συσκευή σου απ’ τις απανωτές αναπάντητες. Καθόλου υπερβολικό, μου έχει τύχει άλλωστε -με τη διαφορά ότι εγώ ήμουν αυτή που καλούσε. Ναι, τι;

Απ’ την άλλη (αν βρεις την ψυχραιμία και τη λογική) σκέφτεσαι ότι άνθρωπος είναι κι αυτός, θα έχει κάποιες δουλειές. Μπορεί να κοιμάται, να διαλογίζεται, να κάνει πιλάτες ή σεξ, ή οτιδήποτε, βρε παιδί μου. Μέσα στο “panic attack”, όμως, προφανώς και δε θα είσαι σε θέση να σκεφτείς κάτι απ’ τα παραπάνω.

Δηλαδή, και να γνωρίζεις ότι είναι στη δουλειά, εσύ θα τις κάνεις τις κλήσεις σου ευελπιστώντας για μια απάντηση κι επειδή δε θα έχεις τι να κάνεις με τη ζωή σου εκείνη τη στιγμή, είσαι ικανός να βάλεις και στόχο ένα ρεκόρ Γκίνες για το πόσες αναπάντητες μπορείς να φτάσεις. Μα αν δεν είναι αυτό στοίχημα με τον εαυτό σου, τότε ποιο είναι;

Εσύ στις πόσες αναπάντητες σταματάς;

 

Συντάκτης: Κυριακή Πολυχρονιάδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη