Οι δρόμοι τη νύχτα κι η κίνησή τους κάποτε σου μοιάζουν απίστευτα ενοχλητικοί κι άλλοτε τους αποζητάς σε στιγμές ανάγκης. Ώρες σαν εκείνες που το μόνο αίσθημα που σε ορίζει είναι εκείνος ο περίεργος κόμπος, ένα απροσδιόριστο κενό, μια γλυκόπικρη θλίψη. Στιγμές ανάγκης σαν εκείνες που χρειάζεσαι δίπλα σου ένα μόνο άτομο, να γνωριστείς βαθύτερα μαζί του, να ‘ρθεις κοντά του. Τον εαυτό σου!

Συνήθισες να αισθάνεσαι έτσι, σίγουρα δεν είναι κάτι νέο για εσένα. Δε σε απασχόλησε αν η αίσθηση αυτή είναι κάπως γενικευμένη και ρευστή ή αποτέλεσμα μιας τελευταίας εξέλιξης. Έκανες απλά αυτό που θα σ’ ανακούφιζε, ψάχνοντας μια διέξοδο. Πήρες τα κλειδιά απ’ το σπίτι, έβαλες τις φόρμες σου, το κινητό σου στο αθόρυβο και πήρες τους δρόμους με το πρώτο αστικό, με το μετρό, με το αμάξι, με ό,τι σου ήταν εύκαιρο.

Ξεκίνησες για μια διαδρομή χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, χωρίς χρονοδιαγράμματα και περιορισμούς, χωρίς το άγχος μήπως δεν προλάβεις, μονάχα με την ελεύθερη σκέψη να απολαύσεις τη βόλτα σου. Μπορούσες να κάνεις υπέροχους εσωτερικούς διαλόγους, να σου εκφράσεις απορίες, ανασφάλειες και διλήμματα. Οι σκέψεις έτρεχαν αφιλτράριστα, όπως τα οχήματα, όπως οι περαστικοί. Κάπως έτσι οι βραδινές βόλτες κατέληξαν να γίνουν η ψυχοθεραπεία σου.

Ένα εισιτήριο μονάχα θα χρειαστείς ή απλώς τα κλειδιά σου. Η διέξοδός σου δε σου κοστίζει τίποτα, αξίζει όμως πολλά. Οι βραδινές διαδρομές δε σε χρεώνουν, ούτε χρειάζεται να κλείσεις ραντεβού. Δε σου υπόσχονται τίποτε, ούτε όμως σε πιέζουν. Σου δίνουν την πάσα να ψάξεις τις απαντήσεις σου, κι αν θες να τις βρεις.

Μια βραδινή βόλτα χωρίς προορισμό,  χωρίς περιορισμό, αφήνει ελεύθερα τα όνειρα και τα απωθημένα, προσκαλεί ό,τι βασανίζει το μυαλό σου και σπάει τις παρωπίδες που σε κρατούν μακριά απ’ τις επιθυμίες σου. Η πόλη τα βράδια είναι ερωτεύσιμη. Με τα λίγα φώτα να κάνουν παιχνίδι με το σκοτάδι και σχεδόν άδεια από ανθρώπινες παρουσίες, κάνει τις φωνές στο κεφάλι σου, επιτέλους, να ακουστούν.

Μονάχα, οποιοδήποτε μέσο μαζικής μεταφοράς κι αν επιλέξεις, φρόντισε να πιάσεις θέση απ’ τη μέσα πλευρά του παραθύρου. Κοιτάζοντας έξω κι αντικρίζοντας τη νύχτα, τις νέον πινακίδες, τις περαστικές φιγούρες, ή το απόλυτο κενό, θα κάνεις αυτό που καιρό αναβάλλεις, θα ξεδιαλύνεις τις σκέψεις σου. Θαρρείς κι αποβάλλεις από επάνω σου ένα βαρύ φορτίο.

Κι αν είσαι στις μαύρες σου, η βόλτα αυτή θα σου δώσει την ευκαιρία να αντικρίσεις κι άλλα μάτια με το ίδιο με εσένα χαμένο βλέμμα. Να παρατηρήσεις ανθρώπους, να προσπαθήσεις να μαντέψεις τις ιστορίες τους, να αναρωτηθείς τι μπορεί να συμβαίνει μέσα τους. Να συνειδητοποιήσεις ότι υπάρχουν άλλα, πιο σημαντικά, κι ότι οι ανασφάλειες κι οι φοβίες σου ίσως να ‘ναι θέμα χρόνου να βρουν κι αυτές τη διέξοδό τους.

Κάπου εκεί, υπάρχει κι ο παρεξηγημένος οδηγός. Άπειρα χιλιόμετρα και τόσες διαδρομές. Μέσα σε αυτές έχει ακούσει ιστορίες, έχει συναντήσει διαφορετικές ταυτότητες μα στη βάση τους ίδιες ανθρώπινες υπάρξεις. Έχει δει να σκορπιέται η αγένεια. Έχει συναντήσει μάτια κόκκινα απ’ το κλάμα, άδεια, γεμάτα θυμό κι άλλοτε στοργή. Έχει αντικρίσει ερωτευμένα χαμόγελα, έχει κρυφακούσει –άθελά του– ψιθυριστά «σ’ αγαπώ».

Ένα εισιτήριο, μια διαδρομή κι ένα ευγενικό χαμόγελο. Αυτά θα χρειαστείς μια τέτοια νύχτα. Θα ακολουθήσουν λίγες ή πολλές στάσεις. Οι πορείες άλλοτε θα ‘ναι ομαλές κι άλλοτε ζόρικες. Η ταχύτητα εκεί που θα αυξάνει, θα μειώνει. Το ζήτημα είναι να καταφέρεις να πας κόντρα σε κάθε είδους αστάθεια εκείνη τη βραδιά, να μην παραδοθείς σε συναισθηματικές λακκούβες και τότε θα συνειδητοποιήσεις πως η καλύτερη συνταγή ψυχοθεραπείας για τον εαυτό σου, σε κάθε μικρή ή μεγάλη διαδρομή της ζωής σου, είσαι εσύ ο ίδιος.

Συντάκτης: Κυριακή Πολυχρονιάδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη