Είσαι στον δρόμο. Σήμερα είπες τις δουλειές να τις κάνεις με τα πόδια. Λίγο πριν πάρεις την απόφαση της επιστροφής στο σπίτι, μιας και το κεφάλι σου έχει γίνει καζάνι που σου υπενθυμίζει ότι πάλι δε μαγείρεψες τίποτα, τη ροή προγράμματος του μυαλού σου τη διακόπτει έκτακτο Δελτίο. Ξέχασες να πάρεις το δέμα. Δεν έχεις έχεις καμία όρεξη να πας, αλλά στριφογυρίζει στη σκέψη σου αυτή η καταπιεστική παροιμία: «μην αφήνεις γι’ αύριο, ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα».

Φτάνεις στο ταχυδρομείο και η σειρά είναι ατελείωτη. Σκέφτεσαι να το βάλεις στα πόδια, μα κάπου εκεί θυμάσαι τον λόγο που ήρθες μέχρι εδώ. Θυμάσαι ότι σου αρέσουν κι οι προκλήσεις. Και με το ντεπόζιτο της υπομονής τι γίνεται- έχεις καιρό να το ανοίξεις. Μπορεί και να έχει αδειάσει. Μόνο αν μείνεις στην ουρά θα το μάθεις.

Έχουν περάσει 20 λεπτά, σύννεφα, περιστέρια, σκέψεις. Όμως εσύ περιμένεις ακόμη. Το αστείο με τις παροιμίες  δεν έχει τελειωμό: Τον έφαγες τον γάιδαρο, σκέφτεσαι, στην ουρά θα κολλήσεις; Κι όμως η ουρά είναι κολλημένη. Η κυρία μπροστά σου κλείνει ραντεβού στο «γνωστό» στέκι με τις φίλες της σε μισή ώρα, κι αν και τη θεωρείς αισιόδοξη, υπερβολικά αισιόδοξη θα έλεγε κανείς, αυτό σε γεμίζει κι εσένα ελπίδα. Πίσω σου ένας κύριος- μεγάλος σε ηλικία αλλά και σ’ αντοχές. Οι υπόλοιποι πιο πίσω έχουν εγκαταλείψει, αλλά εκείνος κρατάει ακόμη, αν και ταλαιπωρημένος. Σκέφτεσαι να του παραχωρήσεις τη θέση σου, αλλά θα το κάνεις όταν μπείτε πια στην τελική ευθεία, ή όταν θα τον δεις να εγκαταλείπει κι αυτός.

Μια κενή μπλε καρέκλα σου τραβάει την προσοχή. Ίσως γιατί έχουν αρχίσει να σε τραβάνε οι μύες των ποδιών σου από τη στασιμότητα και την ορθοστασία. Όχι δε θα λυγίσεις. Σε λίγο θα ‘σαι σπίτι με το Δέμα σου. Τελικά η καρέκλα «νοικιάστηκε» από τον κύριο πίσω σου που δείχνει πια να δυσφορεί. Του πετάς κρυφές ματιές νοιαξίματος. Κάπως έχει αυξηθεί η συμπόνια σου κι η ενσυναίσθηση περιμένοντας σήμερα. Χαμογελάς.

-Συγγνώμη εγώ έχω σειρά. Απλώς δεν αισθάνθηκα καλά και κάθισα για λίγο στην καρέκλα.

-Εγώ δεν είδα κανέναν, ας μην αφήνατε τη θέση σας κύριε.

Ακούγοντας αυτό τον διάλογο πίσω σου, αρχίζεις να θυμώνεις. Θυμώνεις πολύ. Από παιδί σε θυμώνει το άδικο. Κι αυτό που ακούς να γίνεται πίσω σου τώρα, είναι άδικο. Για δευτερόλεπτα δεν ξέρεις τι να κάνεις. Σου έχουν καλλιεργήσει τον σπόρο ότι ο θυμός δεν έχει καλά αποτελέσματα. Έχεις μεγαλώσει με την πιπίλα ότι ο θυμός είναι κακό συναίσθημα, έχεις μεγαλώσει με νανουρίσματα και μ’ ένα «μη θυμώνεις, εσύ είσαι καλό παιδί. Όταν θυμώνεις είναι άσχημο το πρόσωπό σου, μη μιλάς όταν  θυμώνεις.» κι εσύ τα πίστεψες.

 

 

Πρέπει να θυμώνεις. Τη σωστή στιγμή. Και δε μιλάμε για τον θυμό που γεννάει μορφές βίας. Δε μιλάμε για τον θυμό που μπορεί να προκαλέσει κακό σε σένα αλλά και στους άλλους. Δε μιλάμε για τον θυμό που σε κάνει να βρίζεις και να φωνάζεις. Ούτε γι’ αυτόν που σου ανεβάζει την πίεση ενώ έχεις πάντα υπόταση. Μιλάμε για τον θυμό που σε βοηθάει να βρεις τη θέση σου στη ζωή. Τον θυμό που σε βοηθάει να ξεδιαλέξεις από σκονισμένα σεντούκια τις αξίες σου. Τον θυμό που σε προκαλεί να βάζεις τα όριά σου όταν οι άλλοι δεν έχουν. Εκείνον που σε βοηθάει να δεις καθαρά τι ανέχεσαι και τι όχι. Με λίγα λόγια εκείνον τον θυμό που θα φέρει αλλαγή σε σένα αλλά και στην ίδια την κοινωνία.

Ο θυμός σε συστήνει καλύτερα με τον εαυτό σου. Ξέρεις τι σε θυμώνει κι έχεις τον έλεγχο. Μην κάνεις τον θυμό σου γαργάρα. Ούτε να τον κρύβεις κάτω από το χαλί. Κάποια στιγμή θα μεγαλώσει τόσο, που θα σκουντουφλήσεις. Γι’ αυτό πρέπει να θυμώνεις. Για να προστατευτείς από έναν μεγαλύτερο θυμό. Για να προλάβεις να πάρεις τις αποστάσεις σου και το καπελάκι σου και να φύγεις σαν ένας μοντέρνος Αντωνάκης από την οικεία Κοκοβίκου, κλείνοντας ήρεμα την πόρτα κι όχι καταστρέφοντάς την.

Όταν θυμώνεις πρέπει να το λύσεις. Γιατί μετά θυμώνεις με τον εαυτό σου, που θύμωσες αλλά δεν το έλυσες κι έτσι γυρνάς σπίτι με θυμό και ξεσπάς στο παιδί σου επειδή κόμπιασε στην ανάγνωση, γίνεσαι επικριτικός με τον σύντροφό σου γι’ αυτά που δεν κατάφερε, μιλάς απότομα στους γονείς σου επειδή απλώς πήραν να δουν τι κάνεις, τιμωρείς τον εαυτό σου και τον ταλαιπωρείς με σκέψεις, γιατί ως πότε θα θυμώνεις και θα το κρύβεις;

Τελικά αποφασίζεις να πάρεις θέση, για τη θέση του κυρίου πίσω σου. Αφού αυτό που γίνεται σ’ ενοχλεί, σε θυμώνει κι είναι άδικο. Θα μιλήσεις τώρα που ο θυμός μπορεί να χτίσει κάτι όμορφο στο πέρασμά του, τώρα που έχει λόγο ύπαρξης, τώρα που είσαι ο εαυτός σου, τώρα που μπορείς να δείξεις τις αξίες σου, το είναι σου, τη θεωρία σου, τώρα που ακόμη χαμογελάς και μπορείς με ηρεμία να βρεις το δίκιο σου.

-Κύριε, η θέση ήταν του κυρίου, σας το λέω εγώ που εδώ και μια ώρα στεκόμαστε μαζί όρθιοι. Παρ’ όλα αυτά, αν βιάζεστε τόσο, μπορείτε να πάρετε τη δική μου θέση  κι εγώ να πάω στο τέλος.

Σιωπή. Κανείς δεν πήρε τη θέση κανενός, ενώ υπερασπίσθηκες τη θέση του άλλου. Κανείς δε θα φύγει θυμωμένος που αδικήθηκε, κανείς δε θα φύγει  θυμωμένος με τον εαυτό του που αδίκησε γιατί δεν μπορούσε να περιμένει σε μια σειρά και πάνω απ’ όλα, κανείς δε θα φύγει θυμωμένος που δε θύμωσε!

Θα θυμώνεις και θα το δείχνεις. Είτε με λόγια είτε με σιωπή. Θα Θυμώνεις κι είτε θα βάζεις τα πράγματα στη θέση τους, είτε θα τα τοποθετείς σε βαλίτσες κι έτσι δε θα αναγκαστείς να τα σπας ποτέ. Θα θυμώνεις, για να μπορείς να σέβεσαι εσένα και τους άλλους, θα θυμώνεις για να μη χρειαστεί ποτέ να παραφερθείς και να πεις συγγνώμη, αλλά για να λες πάντα «σε συγχωρώ». Κι όσο θυμώνεις, τόσο πιο κοντά θα είσαι στην ηρεμία, στη γαλήνη, στα θέλω σου, στην αλήθεια σου, γιατί θα έχεις διεκδικήσει τη ζωή που θες.

Θύμωσε και δε θα χρειαστεί να ξαναθυμώσεις ποτέ!

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

 

Συντάκτης: Μαριέττα Ματθαιάσσου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου