Πολυσυζητημένο θέμα στην ελληνική κοινωνία του 2016 αποτελεί η ανεργία των νέων πτυχιούχων, εκείνων των παιδιών που, αφού μετά κόπων και βασάνων τελειώσουν επιτέλους τις σχολές τους, δεν δύνανται ν’ αξιοποιήσουν τα πτυχία και τις ικανότητές τους, βρίσκοντας μια θέση εργασίας στον τομέα τους. Μεγάλο μέρος της νεολαίας παίρνει τη μεγάλη απόφαση να φύγει στο εξωτερικό, να κυνηγήσει ευκαιρίες για καριέρα με προοπτικές κι ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο.

Δεν είναι, όμως, μόνο οι νέοι μας που ξενιτεύονται. Είναι κι άνθρωποι μεγαλύτεροι, που ενώ κάποτε είχαν την τύχη ν’ ασκήσουν το επάγγελμα που επέλεξαν οι ίδιοι και να βγάλουν χρήματα, κάνοντας κάτι που τους ευχαριστεί, σήμερα τα δεδομένα έχουν και γι’ αυτούς αλλάξει. Οι περισσότεροι έχουν χάσει ήδη τη δουλειά τους και μαζί και την προσωπική ικανοποίηση που τη συνοδεύει, ενώ οι υπόλοιποι ζουν καθημερινά με το φόβο της απόλυσης. Οι περισσότεροι είναι άνεργοι, ενώ οι υπόλοιποι με το ζόρι βγάζουν τα προς το ζην.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ν’ ανησυχούν μόνο για την προσωπική τους επιβίωση, καθώς οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχουν και μια οικογένεια να φροντίσουν. Έχουν παιδιά που ενώ θέλουν να τους προσφέρουν όσο το δυνατόν περισσότερα, ώστε να μην τους λείψει τίποτα μεγαλώνοντας, ώστε να μη συγκρίνουν ποτέ τους εαυτούς τους με τ’ άλλα παιδάκια και νιώσουν μειονεκτικά, αισθάνονται ανήμποροι. Έχουν και σύντροφο, εκείνον τον άνθρωπο που θέλουν όσο τίποτε να στηρίξουν, να του προσφέρουν απλόχερα και που ο μεγαλύτερός τους φόβος είναι να δουν στα μάτια του το βλέμμα της απογοήτευσης.

Είναι άσχημο να σου στερούν τη δουλειά σου. Να σου στερούν αυτό που αγαπάς να κάνεις, αυτό που σε κάνει να αισθάνεσαι δημιουργικό, ικανό και παραγωγικό. Να σου στερούν εκείνους τους πόρους, που υπό άλλες συνθήκες, θα σου ‘διναν τη δυνατότητα να προσφέρεις στους ανθρώπους που αγαπάς όλα όσα επιθυμούν και μαζί ένα καλύτερο επίπεδο ζωής. Μεγάλο φορτίο για να το σηκώσεις, πολύ ψυχοφθόρο για να τ’ αντέξεις.

Για μένα, η μετανάστευση στο εξωτερικό με στόχο την εύρεση εργασίας αποτελεί μια καλή λύση που ανέκαθεν υποστήριζα και συνεχίζω να υποστηρίζω. Ξέρω, όμως, πως δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, εύκολο. Πόσο μάλλον, όταν ο ένας απ’ τους δυο γονείς μιας οικογένειας αναγκάζεται να πάρει την τεράστια αυτή απόφαση ν’ αποχωριστεί την οικογένειά του, τα άτομα που αγαπά όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο, προκειμένου να μπορέσει να τους ζήσει μ’ αξιοπρέπεια.

Εκείνος που φεύγει θα ‘ναι μόνος του εκεί. Θα σκοτώνεται ολημερίς στη δουλειά και το βράδυ θα γυρνάει σ’ ένα σπίτι άδειο, χωρίς ένα πιάτο φαΐ και μια ζεστή αγκαλιά να τον περιμένει. Τις Κυριακές θα βγαίνει μόνος για φαγητό και τα βράδια θα πίνει μόνος το κρασί του, μπροστά στην τηλεόραση. Θα κάνει καιρό να δει τα παιδιά του και το Skype θα γίνει προέκταση του χεριού του. Θα του λείπει το ταίρι του, θα νιώθει ανασφάλεια μακριά του.

Και για ‘κείνους, όμως, δε θα ‘ναι εύκολο. Εκείνος που μένει πίσω θα επωμιστεί όλες τις ευθύνες. Να πάει στη δουλειά, να κρατήσει το σπίτι, να τρέξει σ’ υποχρεώσεις, να ‘ναι εκεί για τα παιδιά. Θα ‘ρθουν στιγμές που θα πρέπει να πάρει μόνος του κάποιες σοβαρές αποφάσεις, επιτόπου κι άμεσα, αφού όλα πια περνούν πρακτικά απ’ το δικό του χέρι. Και θα αισθάνεται κι εκείνος ανασφάλεια που τα κάνει όλα αυτά μόνος του. Τα κάνει σωστά, άραγε;

Τα παιδιά θα μεγαλώνουν μακριά απ’ τον ένα γονιό. Θα περιμένουν Χριστούγεννα, Πάσχα και τις άδειες πώς και πώς, θα μετρούν τις ώρες αντίστροφα μέχρι την προσγείωση του αεροπλάνου. Πολλές φορές θα γυρνούν το βράδυ κουρασμένα απ’ τ’ αγγλικά και το ποδόσφαιρο και θα πέφτουν για ύπνο λίγο προτού χτυπήσει το τηλέφωνο, χωρίς να προλάβουν να του πουν τα νέα της ημέρας και ν’ ακούσουν το «μπράβο καμάρι μου!», που έγραψαν άριστα στα μαθηματικά.

Δυστυχώς, πολλές γιορτές και γενέθλια δε θα τα περνούν μαζί. Πολλές φορές το τηλέφωνο δε θα ‘ναι αρκετό για να εκφράσουν το πόσο λείπει ο ένας στον άλλον. Ο αποχωρισμός θα ‘ναι κάθε φορά το ίδιο οδυνηρός. Θα τσακώνονται συχνά, γιατί η ένταση της απουσίας θα ‘ναι μεγάλη. Πιο μεγάλη, όμως, είναι η αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλον. Για ‘κείνον που ξενιτεύτηκε για να τους προσφέρει ένα καλύτερο παρόν και μέλλον, αλλά και για ‘κείνους που ‘χουν μείνει πίσω και τον περιμένουν καρτερικά να γυρίσει σ’ αυτούς.

 

Επιμέλεια Κειμένου Δάφνης Μαυρίδου: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Δάφνη Μαυρίδου