Κανόνισες έναν χαλαρό καφέ με κάτι παλιόφιλους από την παλιά σου δουλειά και για σημείο συνάντησης ορίσατε μια κεντρική πλατεία που βολεύει τους πάντες. Κι όσο περπατούσατε για να βρείτε ένα ωραίο μαγαζί να καθίσετε, πέρασες από ‘κείνο το στενό. Ένα στενό που για κάποιους μοιάζει μ’ έναν απλό μουντό δρόμο που έχει δεξιά-αριστερά πολυκατοικίες κι ένα μικρό περίπτερο λίγο πιο πέρα. Για σένα όμως, που πέρασες εκεί βράδια που ακόμα σε κάνουν ν’ ανατριχιάζεις στη θύμησή τους, δεν είναι το ίδιο.

Γιατί εκεί που νόμιζες ότι όλα περνούν και ξεχνιούνται, βρέθηκες κάτω από μια συγκεκριμένη παλιά οικοδομή κι οι σκέψεις σου ξεπήδησαν από μόνες τους. Εκεί, σε εκείνο το στενό που δεν πολυγεμίζει κανένα μάτι, υπάρχει ένας τοίχος που έζησε μαζί σου σκηνές έρωτα και δεν μπορείς να τις διαγράψεις από τον νου. Είναι ο τοίχος στον οποίο στηριζόσουν, ο μόνος σου μάρτυρας. Ο μάρτυρας ενός φιλιού που δε φεύγει από τη μνήμη σου. Που όσος καιρός και να περάσει, ακόμη θα το θυμάσαι σαν να ‘ταν χθες.

Πού να ήξερε ο εργολάβος ή ο οικοδόμος, όταν έχτιζε εκείνη την πολυκατοικία, ότι στους τοίχους της θα χαράζονταν κομμάτια από ιστορίες; Ιστορίες που έμειναν στη μέση, άλλες χαρμόσυνες, άλλες με πόνο, άλλες με λαχτάρα. Θα χαράζονταν κομμάτια από κάθε είδους έρωτα. Από τον έρωτα τον δικό σου, τον δικό μου, των άλλων. Πού να ήξερε αυτός ο τοίχος ποια φιλιά θα κρατήσουν, ποια έπρεπε να κρύψει και ποια θα έκαναν μέχρι και εκείνον να δακρύσει;

Και δεν είναι μόνο οι τείχη. Είναι κι εκείνη η παραλία που πας κάθε φορά, όταν χρειάζεσαι να νιώσεις ασφάλεια. Κάθε φορά που οι αναμνήσεις επιστρέφουν και σε κάνουν ν’ αισθάνεσαι σαν να μην πέρασε στιγμή από τότε που ήσασταν εκεί μαζί. Χωρίς κανέναν και τίποτα να είναι ικανός να σας διακόψει. Σ’ εκείνη την παραλία που το πρώτο σας φιλί συνοδευόταν από τον ήχο της θάλασσας κι εσύ ένιωθες πως είσαι σπίτι σου. Σα να μπορούσες πια να καταλάβεις αυτό που λένε όλοι, ότι το σπίτι είναι δυο μάτια, είναι μια φωνή, μια αγκαλιά. Κι έτσι, όποτε θες να νιώσεις την παρουσία εκείνου του έρωτα καταφεύγεις εκεί. Είναι η δική σου κρυψώνα. Ο δικός σου κόσμος που μπορείς να νιώσεις ελεύθερα ευάλωτ@ χωρίς να χρειάζεται να κρυφτείς από κανέναν και τίποτα. Εκεί που έχεις κάθε δικαίωμα να κλάψεις, να φωνάξεις, να λυπηθείς, να κάνεις όνειρα, να φανταστείς ένα άλλο σενάριο, μια άλλη πλοκή και κανείς μα κανείς δε θα σε κρίνει.

Και ενώ είναι πολύ όμορφο να γεμίζεις με εμπειρίες και εικόνες τη ζωή σου. Είναι ωραίο να συνδέεις τις αναμνήσεις σου με απτά μέρη που μπορείς να τα ανακαλέσεις εύκολα στη μνήμη σου, απλά και μόνο επειδή θα περάσεις από εκεί. Εκεί ακριβώς όμως, είναι και η παγίδα. Γιατί κάποιες αναμνήσεις πονούν. Και όταν έχεις πολλά να θυμάσαι από έναν τόπο, από ένα μέρος, κάθε τι θα σε γυρνάει πίσω στην κατάσταση που σε πόνεσε. Και σου είναι δύσκολο να ξεφύγεις από τον εαυτό σου. Πόσο εύκολο να ήταν άλλωστε το να ξεχάσεις τη νευρική κίνηση των χειλιών σου καθώς πλησίαζαν το στόμα του άλλου;

Από την άλλη όμως, αν προσπαθήσεις να το δεις λίγο πιο εξωτερικά, χαράζεται στη μνήμη μας ό,τι ζήσαμε και ήταν είτε πολύ μεγάλο, είτε πολύ παθιασμένο. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν καταφέρνουν να ζήσουν κάτι τόσο έντονο. Άνθρωποι που δεν έχουν ένα μεγάλο φιλί να διηγηθούν ή ένα στενό να κοντοσταθούν. Γι’ αυτό κι είναι εξίσου μαγικό ότι ένας δρόμος που για τους άλλους δεν έχει κανένα ενδιαφέρον, για σένα αποτελεί την πιο όμορφη ιστορία που θα διηγείσαι για χρόνια.

Ακόμα και αν σε ζορίζουν ψυχολογικά αυτά τα μέρη, είναι σημάδια ότι έζησες όμορφα. Έστω και για λίγο. Είναι οι μάρτυρες ότι έχουμε νιώσει πολλά, είναι οι αιτίες που μας κρατούν ξάγρυπνους τα βράδια, είναι αυτά που μας έκαναν όλα όσα είμαστε αλλά και όλα όσα ψάχνουμε. Κρύβουν όσες ανάσες κόπηκαν και χάθηκαν στη στιγμή, τα κλάματα και τις φωνές μας. Κρύβουν κάτι από συναίσθημα. Γι’ αυτό, μην ξανακοιτάξεις ποτέ πια με τα ίδια μάτια μια πολυκατοικία, μια αυλή, ένα δέντρο, ένα σκοτεινό σημείο του δρόμου, μια παραλία, ένα παγκάκι. Γιατί σε όλα αυτά, κάποιος, κάποτε, έζησε κάτι μεγάλο. Για κάποιον αυτό το σημείο, ήταν το πρώτο του φιλί. Για άλλον το τελευταίο. Και για κάποιον άλλον, ίσως η καρδιάς του να σταμάτησε κι εκεί.

Συντάκτης: Νίκη Χατζηευστρατίου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου