Από μικροί μαθαίναμε και ξεμαθαίναμε. Γράφαμε και ξεγράφαμε. Βάφαμε και ξεβάφαμε. Μεγαλώσαμε, ερωτευτήκαμε και ξενερώσαμε. Το είχαμε εύκολο το πρόθημα και το κοτσάραμε όπου μπορούσαμε.

Κι αγαπήσαμε. Κι έπειτα θέλαμε να μην αγαπάμε, να μας φύγει η αγάπη, να την γυρίσουμε πίσω και είπαμε ας ξεαγαπήσουμε.

Ξεαγαπούν οι άνθρωποί;

Το μόνο «ξε »που μας βγαίνει να βάλουμε όταν αγαπάμε είναι εκείνο στο σε «ξεχώρισα». Εκείνο που βάζουμε στην αρχή, αβίαστα.

Κι έπειτα το αυτοκαταστρέφουμε; Το καίμε; Καίμε εμάς, τις επιλογές μας; Καίμε όσα προσευχόμασταν να μας συμβούν;

Μπορεί και να φοβηθήκαμε τη δύναμη τους και με ένα πρόθημα αντιαισθητικό κι αποκρουστικό θέλαμε να τους αμυνθούμε.

Ίσως να μην αντέξαμε να σηκώσουμε τόση μαγεία, να μας έπεσε βαριά κι ασήκωτη.

Διστάζουμε και χρησιμοποιούμε αρνήσεις στο πιο σημαντικό ρήμα όλης της ανθρωπότητας. Το παίζουμε δυνατοί και εξουσιαστές των γραμμάτων.

Μα όλα αντιδρούν στη λέξη αυτή. Από την ίδια την αγάπη έως και την κόκκινη υπογράμμιση του word που σου τη δείχνει λάθος. Σου προτείνει να τη διορθώσεις με τη λέξη αγαπώ. Όχι δεν είναι συναισθηματικό το word σου, αλλά κάτι προσπαθεί να σου πει.

Πως ξεαγαπάς; Θυμάσαι πόσο κόπο έκανες για να αγαπήσεις; Πόσο ανάγκη το είχες να είναι και αμοιβαίο; Και σου ήρθε. Και ρίζωσε μέσα σου. Και θες να το απαρνηθείς;

Δεν είναι η αγάπη ερωτίστικη συμπεριφορά, μια να τη φέρνεις κοντά σου και μια να την απομακρύνεις. Δεν είναι ούτε καν έρωτας, που περνιέται και σε ξενερώνει.

Δεν είναι εχθρός της ο χρόνος και μισεί τα ειδεχθή προθήματα.

Ριζώνεται μέσα σου από την στιγμή που δημιουργείται και δεν περνάει. Έχει διακυμάνσεις μα ο τόπος που κατοικεί είναι ένας και απαράλλακτος. Δεν της αρέσουν τα ταξίδια, μετακομίσεις δεν κάνει.

Είναι θαλασσόλυκος η αγάπη που όταν βρει το λιμάνι του, δεν ξεμπαρκάρει. Αν δεν την προσέξεις μπορεί και να σαπίσει, λιμάνι όμως δε θα αλλάξει.

Άνοιξε τα βιβλία κι όπου δεις να γράφουν «ξε» μπροστά στο αγαπώ να διαφωνήσεις, να αντιδράσεις, να απορήσεις.

Έλα, θα ξεκινήσουμε μαζί από «Το Ταξίδι που λέγαμε» της Παπαδάκη. «Η δική σου η αγάπη κράτησε τόσο όσο να βρεις μία άλλη αγάπη… Κι ας έφυγα πρώτη. Δε σε κατηγορώ, απλά εντυπωσιάστηκα… πόσο εύκολα τελικά αγαπάνε και ξε-αγαπάνε κάποιοι άνθρωποι!».

Πάρε στυλό κι έλα να σβήσουμε όλα τα ερωτίστικα «σ’αγαπώ» που έχουν γραφτεί. Αυτά που έχουν ειπωθεί θα τα αναλάβει ο αέρας. Είναι καλά μαθημένος. Συνεργάτης του χρόνου. Όσα αιωρούνται τα κάνουν χρυσόσκονες, έτσι για το εφέ, κι έπειτα στάχτες.

Έλα να δώσουμε στην αγάπη την αξία που της ανήκει. Να μάθουμε να μη την ευτελίζουμε.

Να μιλάμε για αγάπη και να μη μας λένε μελό. Να τη σεβόμαστε ως λέξη, ως ιδέα, ως συναίσθημα.

Να μάθουμε να μιλάμε για αγάπη και να μην είμαστε φθηνοί. Να ανεβαίνει η αξία, να ανεβαίνει η ζήτηση και η προσφορά της.

Έλα να μιλήσουμε για αγάπη, οι άνθρωποι αγάπη μου όσο και αν το θέλουν δε θα μάθουν ποτέ να ξεαγαπούν. Δεν υπάρχει μέσα τους αυτή η λειτουργία.

Κάνε επανεκκίνηση.

 

Συντάκτης: Σπυριδούλα Γεωργοκίτσου