Η υπερανάλυση είναι μια διαδικασία σκέψης που ξεκινάει τις περισσότερες φορές από φόβο προς τον ίδιο μας τον εαυτό. Η απλή ανάλυση κάποιων ενδεχομένων ή σκέψεων και αποφάσεων δεν είναι κακή. Αντίθετα, βοηθάει και στη διαδικασία του να μπορέσουμε να ζυγίσουμε πράγματα για να πάρουμε τις κατάλληλες αποφάσεις. Άλλωστε, οι απερίσκεπτες κινήσεις πολλές φορές αποδεικνύονται ιδιαίτερα επικίνδυνες.  Η υπερανάλυση όμως, όπως ακριβώς δηλώνει και το πρώτο συνθετικό της λέξης, έχει να κάνει με την υπερβολή. Μας παίρνει ουσιαστικά από το χέρι και μας βάζει σε μια διαδρομή που μαθηματικά οδηγεί στην ταλαιπωρία.

Πίσω από την υπερανάλυση κρύβεται ένας φόβος. Αυτός που λέει ότι δεν έχουμε πλήρη έλεγχο του προσωπικού ή συλλογικού μας περιβάλλοντος και κινητοποιεί το μηχανισμό επίλυσης προβλημάτων μέσα από την ανάλυση των καταστάσεων. Αυτή λοιπόν, οδηγεί σε μια ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται κι ως ένα είδος ασθένειας, αφού η ανάγκη για επίλυση ενός προβλήματος δεν επιτυγχάνεται ποτέ αλλά μεγαλώνει όλο και περισσότερο.

Πολλές φορές, είναι καλό να μπορούμε να ζυγίζουμε τα υπέρ και τα κατά. Είναι θέμα προσωπικής τακτικής το πώς μπορούμε να βάζουμε μια τάξη σε όλα, το πώς μπορούμε να σκεφτόμαστε πιο καθαρά και να ανοίγουμε όλες τις κάρτες μας στο τραπέζι, είτε έχουν να μας πουν κάτι θετικό είτε όχι. Μια τακτική που μπορεί να αποβεί χρήσιμη όταν έχουμε μπροστά μας μια απόφαση για το μέλλον μας, ή όταν πρέπει να δούμε με τι λόγια και πράξεις θα χειριστούμε μια κατάσταση. Με ένα σωστό πλαίσιο μπορούμε να οδηγηθούμε στη σωστή απόφαση.

Οι υπεραναλυτικοί ωστόσο είναι και αναποφάσιστοι. Ζυγίζουν τόσο πολύ αυτά τα υπέρ και τα κατά που δε δημιουργούν ένα απλό πλαίσιο για να οριοθετήσουν μια κατάσταση, αλλά φτιάχνουν έναν χάρτη τόσο περίπλοκο που ακόμη και οι ίδιοι χάνονται μέσα του. Τόσοι εναλλακτικοί δρόμοι, τόσες διακλαδώσεις και σταυροδρόμια, ενώ ταυτόχρονα τόσες ταμπέλες που δείχνουν σε τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις που καταλήγουν να μένουν κολλημένοι στο πρώτο βήμα της διαδρομής τους, μην έχοντας ιδέα ποιο πρέπει να είναι το επόμενο.  Και όλο αυτό μπορεί να οδηγήσει σε άγχος. Ίσως αρχική μας πρόθεση να είναι μέσα από μια ανάλυση να μπορέσουμε να κατανοήσουμε κίνητρα, σκέψεις αλλά και συναισθήματα άλλων. Να δώσουμε νόημα σε καταστάσεις που μοιάζουν μπερδεμένες. Το αποτέλεσμα όμως είναι ατελείωτοι μονόλογοι μπροστά από τον καθρέφτη μας, ένα μυαλό εξαντλημένο και πολλές νύχτες ξάγρυπνες. Στην προσπάθεια να ελέγξουμε το παρόν, το παρελθόν αλλά και το μέλλον παύουμε να στηριζόμαστε σε ρεαλιστικές σκέψεις, επιθυμίες και συναισθήματα και χάνουμε κάπου στη διαδρομή ακόμη και την πραγματικότητα.

Είναι σημαντικό λοιπόν, όταν μιλάμε για σκέψη και ανάλυση να μάθουμε να συνδέουμε τα διαφορετικά ερεθίσματα με τρόπο που να βγάζουν νόημα και που καταφέρνουν να μας δείχνουν ξεκάθαρα τα μονοπάτια στα οποία μπορούμε να κινούμαστε. Όταν η ενασχόληση με τις ίδιες σκέψεις αρχίζει να γίνεται αυτοσκοπός και παύει να αποτελεί ένα μέσο βελτίωσης των σχέσεων με τους άλλους αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό, τότε σίγουρα πρέπει να ψάξουμε τρόπους να αναθεωρήσουμε. Ας αφήσουμε και λίγο το συναίσθημα να βγει μπροστά, να κάνει μία-δύο κινήσεις μόνο του, να κουνήσει μερικά πιόνια χωρίς να βάλει καθόλου τη λογική σε λειτουργία, έτσι για την αλλαγή. Ας προχωρήσουμε λίγο με βάση όσα λέει το ένστικτο κι ας είναι τελικά λάθος κάποιο από τα βήματα. Αν άλλα λέει η λογική και άλλα το συναίσθημα, ας κάνουμε το για εμάς παράτολμο κι απίθανο.  Κι αυτό γιατί στην ανάλυσή μας ίσως και να καταλήξουμε σε κινήσεις τις οποίες ουσιαστικά δε θέλαμε, στο συναίσθημα όμως, όπου κι αν αυτό μας βγάλει, θα έχουμε να λέμε ότι τουλάχιστον απολαύσαμε τη διαδρομή.

 

Συντάκτης: Παναγιώτα Νεοφύτου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη