Ο αγαπημένος μου παππούς, λέει πάντα: «Κανένα πτυχίο και καμία καριέρα, δε σου προσφέρει τη χαρά και την πληρότητα που θα σου δώσει η δική σου οικογένεια. Κανένα κατόρθωμα δεν είναι μεγαλύτερο από το να γίνεσαι μάνα».

Μεγαλώνοντας, έβλεπα γύρω μου γυναίκες ν’ αγωνίζονται για την περίφημη ισότητα των δύο φύλων. Γυναίκες που η καριέρα τους ήταν το άλφα και το ωμέγα. «Αντράκι είμαι», έλεγαν, «δε θα κλειστώ εγώ στο σπίτι να γίνω χαρωπή νοικοκυρά». Μάνες που δεν ήξεραν ποιο είναι το αγαπημένο φαγητό του παιδιού τους και ποιες είναι οι ιδιοτροπίες του. Είναι οι ίδιες μάνες που όταν ο γιος/κόρη τους συμπεριφέρεται εγωιστικά, αναρωτιούνται πώς ξαφνικά το παιδί τους έγινε έτσι. «Πάντα έτσι ήμουν, μάνα. Εσύ ήσουν αλλού. Σιχαίνομαι τα πράσα και πριν κοιμηθώ διαβάζω Αρκά».

Γνώρισα όμως κι εκείνες τις γυναίκες που στην ερώτηση «Τι δουλειά κάνεις;», απαντούν: «Είμαι νοικοκυρά και μεγαλώνω τα τρία μου παιδιά». Δεν είναι η απάντηση που ήθελες ν’ ακούσεις; Περίμενες κάτι σε δικηγόρος, γιατρός ή έστω ιδιωτικός υπάλληλος; Γι’ αυτό δε δίνεις περαιτέρω σημασία;

Προσπερνάς τη λέξη νοικοκυρά σαν να είναι η πιο υποτιμημένη, αδιάφορη, άχρωμη λέξη που άκουσες ποτέ. Θεωρείς δεδομένο το ρήμα «μεγαλώνω» και το «τρία παιδιά» είναι απλά ένας αριθμός. Δεν προσέχεις όμως τα μάτια αυτής της γυναίκας. Όλη η ψυχή της είναι ζωγραφισμένη εκεί. Έχει περηφάνια, δύναμη και τσαγανό το βλέμμα της. Στέκεται καμαρωτή μπροστά σου, χωρίς ίχνος ντροπής, χωρίς κανένα περιθώριο οίκτου ή αυτολύπησης.

Τα χέρια της είναι «σκασμένα» από τα πιάτα που πλένει κάθε μέρα. Το κορμί της πονάει παντού γιατί από την ώρα που θα ξυπνήσει, δεν ξεκουράζεται λεπτό. Το μυαλό της είναι μονίμως σε υπερδιέγερση γιατί σκέφτεσαι χίλια δυο πράγματα που πρέπει να γίνουν. Το φαγητό να είναι έτοιμο την τάδε ώρα, το πλυντήριο με τα μαύρα να απλωθεί για να πλυθούν τα άσπρα. Σκούπα,  σιδέρωμα, σούπερ μάρκετ και δεν υπάρχει τελειωμός.

Δεν επιτρέπει στον εαυτό της να νιώσει κουρασμένη. Δική της επιλογή ήταν ν’ αφοσιωθεί στο σπίτι και στην οικογένεια της. Ξέρεις γιατί; Γιατί όταν της χαμογελάνε τα παιδιά της, φωτίζεται όλος της ο κόσμος και δε θέλει να χάσει κανένα τους χαμόγελο. Γιατί δεν ήθελε να μεγαλώσει τα παιδιά της κάποια άλλη γυναίκα -είτε η γιαγιά, είτε η μοντέρνα εκδοχή της νταντάς. Θέλησε να είναι εκεί από την πρώτη τους ανάσα και γνωρίζει ακριβώς πόσες ανάσες παίρνουν προτού αποκοιμηθούν. Να είναι εκεί όταν αρρωσταίνουν, όταν κλαίνε, όταν διαμορφώνουν το χαραχτήρα τους. Να είναι εκεί όταν γυρίζει σπίτι ο άντρας της και της χαρίζει απλόχερα τον έρωτά του. Ό δικός τους έρωτας, «γέννησε» τα παιδιά της, γι’ αυτό τον σέβεται.

Μεγαλύτερη γαλήνη για εκείνη, όταν ξαπλώνει στο κρεβάτι κι όλοι είναι ικανοποιημένοι. Τα παιδιά  κοιμούνται ήρεμα, το σπίτι είναι τακτοποιημένο και ο άντρα της εκεί, δίπλα της. Δεν έχουν άδικο οι γιαγιάδες μας όταν λένε: «Φροντίδα, καλό φαγητό κι αγάπη, θέλει παιδί μου ο άντρας σου, να μην τον παραμελείς». Πόσο δίκιο έχουν. Μας έφαγε ο φεμινισμός και το γνωστό «γυναίκα με αρχίδια».

Μη βιαστείς να αρχίσεις το τετριμμένο λογύδριο: «Έπρεπε να πάρει ένα πτυχίο, να ακολουθήσει μια καριέρα, να γίνει ανεξάρτητη».  Ναι, ήταν και είναι πολύ έξυπνη για να γίνει γιατρός, εισαγγελέας κι ο Αινστάιν ο ίδιος μη σου πω. Θα μπορούσε να ήταν μια φιλόδοξη καριερίστα, για να έχει να λέει ο κόσμος. Θα μπορούσε να είχε κάνει οικογένεια, αλλά η δουλειά της να είχε την κυρίαρχη θέση. Να είχε γίνει ανεξάρτητη, μεγάλη και τρανή.

Όχι, δεν είναι ανεξάρτητη. Είναι άρρηκτα εξαρτημένη από την αγάπη του άντρα της και των παιδιών της. Έχει σχέση εξάρτησης με τα χαμόγελά τους. Η δική της χαρά είναι συνδεδεμένη με τη μυρωδιά του σπιτιού της και τις μεσημεριανές οικογενειακές αγκαλιές. Έχει ανάγκη να τους φροντίζει και να είναι εκεί όταν τη χρειάζονται. Θέλει τα πουκάμισα του άντρα της κολλαρισμένα  για να τον κοιτάζει και να τον ερωτεύεται κάθε μέρα. Γελιέσαι αν νομίζεις ότι ξεχνάει τη θηλυκή της πλευρά. Αγαπάει τον εαυτό της και τον περιποιείται. Από μέσα της πηγάζουν όλα. Αν εσύ όλα αυτά τα λες «εξάρτηση», εκείνη τα λέει «ευτυχία».

Θέλησε να δημιουργήσει παιδιά με ήθος κι αξίες, γι’ αυτό επέλεξε ν’ αφοσιωθεί σ’ αυτά. Πάνω απ’ όλα ήθελε να γίνουν «άνθρωποι», κι αν δε γίνουν επιστήμονες, δε χάθηκε κι ο κόσμος. Συγκινείται με την ευγένειά τους, με τα καθαρό τους βλέμμα, με τα δάκρυα που σχηματίζονται στα μάτια τους όταν βλέπουν ένα αδέσποτο.

Είναι πάντα εκεί για να προσέξει τις ζωγραφιές τους, να απαντήσει για εκατοστή φορά στις ίδιες απορίες τους, να παίξει μαζί τους ακόμα κι αν κλείνουν τα μάτια της από την κούραση. Το σπίτι της, το νοικοκυριό της, ο άντρας της, είναι η δύναμη της. Το λιμάνι της. Την απεχθάνεται τη μοναξιά.

Ο μοναχικός δρόμος της επαγγελματικής κατάρτισης, την αφήνει αδιάφορη. Δε νιώθει μειονεκτικά απέναντι στις «επιτυχημένες» γυναίκες. Δε ζηλεύει όλες εκείνες τις καριερίστες που γεμίζουν την καρδιά τους με τη δουλειά τους κι όμως παραμένει άδεια. Ούτε εκείνη είναι τέλεια. Το γνωρίζει. Γίνεται όμως καλύτερη μέσα από την ομορφιά της οικογενειακής της θαλπωρής κι όταν ακούει: «Είσαι η καλύτερη μαμά του κόσμου», όλες οι ενδόμυχες αμφιβολίες για τις επιλογές της, εξαφανίζονται.

Την επόμενη φορά που θα γνωρίσεις μια τέτοια γυναίκα, πρόσεξε τα μάτια της κι αφιέρωσε λίγο από το χρόνο σου στην απάντηση της, «νοικοκυρά και μάνα». Μη σκεφτείς ότι μάλλον δεν κατάλαβε την ερώτηση. Αναρωτήσου μήπως εσύ δεν κατάλαβες το μεγαλείο της απάντησής της. 

 

Eπιμέλεια Κειμένου Ελένης Μαρκοπούλου: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Ελένη Μαρκοπούλου