Απόψε γράφω για πάρτη σου. Απόψε σε σκέφτομαι. Απόψε αψηφώ αναγκαστικά τις εντολές μου. Για να ορίσω άλλες, δικές σου.

Αυτές τις λίγες ώρες, είπα, θα σου τις χαρίσω. Το χρειάζομαι. Εξάλλου, ανέκαθεν υπήρξε δελεαστικό το ενδεχόμενο να υποκύπτεις στον οποιοδήποτε πειρασμό. Τι διαφορά να κάνουν, άλλωστε, στις τόσες που μου ρούφηξες αδίστακτα στο παρελθόν; Δεν έχω να χάσω κάτι άλλο πέρα από αυτές. Αυτό είναι και το καλό του πάτου. Είσαι πιο πάνω απ’ το «κάτω», που δεν μπορείς να φτάσεις.

Οι δείκτες του ρολογιού μού φαίνονται στάσιμοι. Μα κοίτα και πώς τρέχουν, παράλληλα, για να προλάβουν την καταστροφή. Μάταια, εντούτοις. Όσο ξημερώνει, τόσο σκοτεινιάζει η σκιά σου τη σκέψη μου. Ποτέ δεν το είχα με τις προσαρμογές, θα μου πεις. Αν και θα έπρεπε να είχα πάρει το μάθημα. Η αλλαγή αποδείχτηκε θεμέλιο συστατικό κάθε συναισθήματος, που έλεγες ότι έτρεφες για μένα.

Δεν μπόρεσα να καταλάβω ποτέ πώς κατέληξαν καταρχάς να γεμίζουν κι έπειτα να υπερχειλίζουν οι νύχτες μου με το να προσπαθώ να ανακαλύψω τη χρονική ακολουθία των γεγονότων που μας οδήγησαν εμένα εδώ κι εσένα κάπου εκεί έξω. Δεν ξέρω αν υποσυνείδητα επιχειρώ ακόμα να την ανακαλύψω ή αν το βρίσκω ως αφορμή, για να σε φέρω -έστω και με αυτόν τον τρόπο- πάλι μέσα στη ζωή μου.

Όπως και να ‘χει, όλο αυτό σταματάει εδώ. Τελικά απόψε αποφάσισα πως θέλω να σε εξαφανίσω. Ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να μην καταλήξω ποτέ στους λόγους που ψάχνω τόσο καιρό. Ίσως να φταίει που έμαθα πως εκείνος που ανοίγει την πληγή έχει πάντα τη δύναμη να την ξεσκεπάζει όσο κι αν προσπαθείς εσύ να την περιχαρακώσεις προστατευτικά. Κι εγώ επιζητώ επούλωση ουσιαστική, τώρα πια. Πονάω. Κι όσο και να θέλω να κρατήσω κάτι από ‘σένα, αυτό είναι περισσότερο από όσο αντέχω.

Η λύση διαγράφεται μοναδική και δυσβάστακτη. Να μη σου δώσω ποτέ ξανά την άδεια να τριγυρίσεις, έστω και για λίγο, στα σοκάκια του μυαλού μου. Δε θέλω πλέον να έχω καμία επαφή με ό,τι έχει να κάνει με εσένα. Θέλω να μην υπάρχεις πουθενά και φρόντισα γι’ αυτό. Ξέκοψα από κάθε μέσο δικτύωσης που θα μπορούσε να μου μεταφέρει στοιχεία απ’ τη ζωή σου μακριά μου, ενώ δασκάλεψα φίλους και γνωστούς να μη μου λένε νέα σου. Εσύ το λες ανωριμότητα, εγώ το λέω λύτρωση.

Τώρα, έρχεται κι η δική σου η σειρά. Δε θέλω να μου δώσεις ποτέ ξανά την αφόρμηση να σε φέρω στο μυαλό μου. Από εδώ και στο εξής, σου απαγορεύω να περνάς ακόμα κι από τη γειτονιά μου. Κάν’ το ως ελάχιστη ένδειξη σεβασμού στην άλλοτε κοινή μας ζωή. Ή ακόμη κι αν δεν το θες έτσι, κάν’ το στο όνομα του μέρους της ζωής σου, που έχασες μαζί μου.

Γιατί, όσο κι αν προσπαθήσω εγώ να σταθεροποιήσω τα ράμματα, η όψη σου στο απέναντι πεζοδρόμιο θα λειτουργήσει σαν ένας σπασμένος καθρέφτης των στιγμών μου μαζί σου. Να τα κόβει ένα προς ένα, με την ίδια ένταση που τις ζήσαμε. Και τότε, θα ξεκινήσουν να διαχέονται ερμητικά στο σώμα μου και να κατακτούν κάθε μου κύτταρο. Τότε, η γλώσσα μου θα οπισθοχωρήσει, για να μην ξεστομίσει όσα της απαγορεύω, πνίγοντάς με. Τα πόδια μου θα παραλύσουν, να μην τολμήσω να σε πλησιάσω. Τα χέρια μου θα νεκρωθούν, να μη σε αγκαλιάσω. Τότε, δε θα ζω.

Και να ήξερες πόσο θα ήθελα να ζω σε μια άλλη γειτονιά. Κάπου που δε θα σου απαγορευόταν να βρεθείς τυχαία, περαστικός. Όμως, θα σου απαγορευόταν να παραμείνεις με την ιδιότητα του περαστικού στη ζωή μου.

 

Συντάκτης: Ελένη Σιήμη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη