Απογειώνομαι. Ανεβαίνω. Τα άλλα μικραίνουν. Όλα. Τα σπίτια. οι δρόμοι, οι άνθρωποι. Όσο τους παίρνει να μικρύνουν. Είναι ήδη στα όρια της μικρότητας που μπορούν να αντέξουν. Τόσο όσο να μπορούν ακόμα να αποκαλούνται άνθρωποι. Αν μπορούν. Και μένουν πίσω.

Μικρή πατρίδα. Κράτα τους ανθρώπους μου. Κράτα συναισθήματα, στιγμές, εμένα την ίδια. Ή τουλάχιστον ένα κομμάτι από ό,τι μπορώ να αποκαλώ «εαυτό». Και πάλι φαντάζει τόσο ξένη. Κρατά τους φόβους μου, τις απογοητεύσεις μου. Και τελικά δεν της μένει κάτι να κρατά. Φεύγω κι όλα φεύγουν μαζί μου. Πάω κι έρχομαι.

Αποχαιρετισμοί, καλωσορίσματα, φιλιά, αγκαλιές, «μου λείπεις», «μην αργήσεις», «να προσέχεις». Βουρκωμένα ματιά. Υποσχέσεις, «θα γυρίσω καλά». Μηνύματα «έφυγα», μηνύματα «έφτασα», «θα σε περιμένω».

Πάω κι έρχομαι. Και μένω μετέωρη. Χωρίς κάτι να αποκαλώ «σπίτι». Χωρίς κάτι να αποκαλώ «εαυτό». Ένα κορίτσι σ’ ένα αεροπλάνο. Μόνη. Μια θέση, ένα παράθυρο. Χωρεί εδώ όλη η ύπαρξή μου. Πιο εύκολα αποκαλώ «σπίτι» το παράθυρο αυτό πάρα οτιδήποτε άλλο.

Πάω κι έρχομαι. Ιδέα δεν έχω πού πάω. Ιδέα δεν έχω πού έρχομαι. Μόνο πάω. Μόνο έρχομαι. Χαμένη. Κάτι ψάχνω; Και τι αποσκευές να έχω; Κάτι πεταμένες ελπίδες, μια χούφτα αναμνήσεις, κάτι κληρονομημένες σκέψεις. Κι όνειρα; Τι έγιναν τα όνειρα; Χάθηκαν κάπου στους ελέγχους αποσκευών. Δε χωρούσαν. Βαραίνουν κιόλας. Πού να τα παίρνουμε μαζί μας; Και συνεχίζω τον φαύλο κύκλο αναχωρήσεων αφίξεων. Με τα μάτια κλειστά. Την ψυχή χαμένη. Το νου παγωμένο. Πάω κι έρχομαι. Ένα κορίτσι σ’ ένα αεροπλάνο.

Μέσα μου θρηνώ για όλα τα θαύματα που άργησαν. Όλα τα όνειρα που χάθηκαν. Όλα τα λόγια που δεν ειπώθηκαν. Όλα τα «γιατί» που δε θα απαντηθούν ποτέ. Και νιώθω τα δάκρυα να γεμίζουν το μέσα μου. Να το πνίγουν. Και πάλι, τίποτα προς τα έξω. Ανέκφραστη μάσκα ενός επιβάτη. Μια μέρα όπως τις άλλες. Όσες πέρασαν κι όσες θα ‘ρθουν. Κι αυτές περαστικές.

Σκέφτομαι πολύ τη λέξη αυτή τελευταία. «Περαστικός». Εγώ, εσύ, εμείς, όλοι εμείς. Απλοί περαστικοί. Τι να ζητήσεις από έναν περαστικό; Πώς να επιμείνεις να μείνει; Βιάζεται, περπατά και χάνεται. Τι μένει; Ποιος μένει; Εγώ; Εσύ; Εμείς; Όλοι εμείς; Περαστικοί. Με το ρολόι στο χέρι. Το βλέμμα χαμένο. Ωστόσο με μια ψευδαίσθηση μονιμότητας στη νοοτροπία και στη συμπεριφορά. Η επίγνωση δε συνεπάγεται συνειδητοποίηση. Κάπου-κάπου συναντιόμαστε. Μονάχα για λίγο. Τόσο όσο να γελάσουμε τις μοναξιές μας. Και πάλι χανόμαστε. Πάλι περαστικοί.

Κι είναι και μια άλλη σκέψη. Η παροδικότητα ίσως, τελικά, να αποτελεί είδος σωτηρίας. Τι να την κάνεις τη μονιμότητα; Να μείνεις πού; Σε τι; Σε ποιο προορισμό να φτάσεις; Η συνειδητοποίηση της παροδικότητάς σου λειτουργεί ως απελευθέρωση. Απελευθέρωση απ’ την ευθύνη της μονιμότητας. Απ’ το φόβο του αύριο.

Κι έπειτα, αφού επέλθει η συνειδητοποίηση της παροδικότητας οδηγούμαστε αναπόφευκτα και με σταθερό ρυθμό στη ματαιότητα. Να πιστέψω σε τι; Να αγωνιστώ για τι; Ήρθα για να περάσω και να φύγω. Περαστικός.  Γιατί να κουράσω το εύθραυστο μυαλό μου με προβλήματα ανθρωπότητας, γιατί να πληγώσω την ευερέθιστη ψυχή μου με πάθη ανθρώπων; Ήρθα για να περάσω. Να περάσω και να φύγω.

Μα η ματαιότητα δεν αρκεί. Δεν αρκεί να φυλακίσει την ανάγκη. Δεν αρκεί να θολώσει την αίσθηση συνειδήσεως. Να με τυφλώσει, να με κουφάνει, να με κρατήσει στην ατονία. Η ανάγκη είναι επιτακτική. Τόσο όσο και το παράπονο που, τελικά, δε φτάνει να κάνει τη σκέψη πράξη. Που δεν αρκεί να μας ενώσει. Που δεν αρκεί να μας αλλάξει. «Όμως πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα κι αυτή αρνείται».

Και κάθομαι εδώ. Αρκετά μέτρα πάνω απ’ τη γη, πάνω απ’ τη θάλασσα. Βλέπω κάτω τον κόσμο. Αυτόν το κόσμο που υποτίθεται ξέρω. Όσα έμαθα, όσα μένουν να μάθω. Όσα είδα, όσα θα δω. Όσα έζησα, όσα μένουν να ζήσω. Μικρά όλα όσα να χωρούν στη φούχτα μου. Κάθομαι εδώ και δεν μπορώ παρά να σκέφτομαι, σ’ αυτό το χάσμα τόπου και χρόνου που βρίσκομαι. Η πηγή των στεναγμών μου μερικά μέτρα κάτω μου επιφυλάσσεται.

 

Συντάκτης: Μαρίνα Πολυκάρπου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη