Τα απρόοπτα είναι και τα καλύτερα, λένε. Ισχύει, όμως εξαρτάται απ’ την περίπτωση. Για παράδειγμα, αν εκεί που έχεις βγει με τις πιτζάμες και το μαλλί άλουστο για να πας στο περίπτερο να πάρεις πατατάκια, πετύχεις την πρώην σου σχέση με φίλο ή με το νέο ταίρι, ε, απρόοπτο το λες, ευχάριστο και καλό, όμως, δύσκολα. Το ίδιο ισχύει και για το αν σου σπάσει το τακούνι ή κοπεί το λουράκι απ’ το παπούτσι σου στο δρόμο, αν σε κουτσουλίσει πουλί, αν εκεί που κάθεσαι και χαλαρώνεις με τον καφέ σου σε πάρουν ξαφνικά τηλέφωνο για να πας στη δουλειά. Και ούτω καθ’ εξής.

Ένα, λοιπόν, γεγονός το οποίο είναι ισάξια απρόοπτο κι ευχάριστο, είναι μια απρόοπτη έξοδος με τα φιλαράκια σου. Ξέρεις, είτε σε μια τεμπέλικη και με δόσεις νιρβάνας Κυριακή, είτε σε μια καθημερινή που μόλις έχεις γυρίσει από δουλειά, αλλά δε θες να κάτσεις μέσα, είτε σε ένα Σάββατο από εκείνα τα περίεργα, τα μελαγχολικά και νοσταλγικά, που είχες αποφασίσει ότι θα μείνεις σπίτι.

Αυτά τα απρόοπτα, λοιπόν, είναι υπέροχα για όλους. Γιατί ακόμη κι αν ανήκεις σε εκείνη την κατηγορία των ανθρώπων που θέλουν να είναι οργανωμένοι, να έχουν κανονίσει την έξοδό τους τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν και δε σου αρέσουν αυτά της τελευταίας στιγμής, ετούτη η στιγμή θα είναι η εξαίρεσή σου. Είναι σαν μια εσωτερική δύναμη να σε τραβάει να βγεις, να διώχνει τις σκέψεις τύπου «δεν προλαβαίνω να ετοιμαστώ τόσο γρήγορα», «ποιος βγαίνει τέτοια ώρα, γιατί μου το λένε τώρα» και τα σχετικά.

Θες απλώς να βγεις, ρε γαμώτο! Να περάσεις καλά με την ψυχή σου, να ετοιμαστείς ίσα-ίσα, απλά κι ωραία, κι όχι για να κατακτήσεις τα πλήθη και να χτυπήσεις γκομενάκια. Βγαίνεις για εσένα, γιατί το έχεις ανάγκη, ουσιαστική ανάγκη. Και να ξέρεις, σε κάτι τέτοιες εξόδους, που δεν έχεις αφιερώσεις τρεις ώρες μπροστά από έναν καθρέφτη, που δεν είσαι όλη την ώρα με ένα κινητό στο χέρι και που δε θα χαραμίσεις έστω κι ένα δευτερόλεπτο για να δημοσιεύσεις στα social media πόσο καλά περνάς, τότε είναι που γίνονται θαύματα.

Σκάει, λοιπόν, το τηλέφωνο απ’ τον κολλητό, με μια φράση τύπου «σε μισή ώρα θα είμαστε κάτω απ’ το σπίτι σου με τους άλλους, θα πάμε για κρασί» και πριν προλάβεις καν να ξεστομίσεις την οποιαδήποτε πιθανή αντίρρηση, ήδη η γραμμή έχει πέσει και δεν έχεις άλλη επιλογή απ’ το να αρχίζεις να ετοιμάζεσαι. Ούτε δεύτερες σκέψεις ούτε τίποτα.

Ξέρεις πολύ καλά ότι κατά βάθος περίμενες αυτήν την κλήση. Ήθελες κάποιος να σε πάρει τηλέφωνο και να σου πει ακριβώς αυτά τα λόγια. Ήθελες να βγεις, αλλά δεν είχες το κουράγιο και τη δύναμη να σηκώσεις εσύ το ακουστικό και να το προτείνεις. Ίσως, στην τελική, να μην ήθελες να το κάνεις εσύ, αλλά κάποιος άλλος για σένα. Περίμενες κάποιον να σε κινητοποιήσει, να σε πάρει απ’ το χέρι σαν μικρό παιδί και να σε βγάλει έξω. Πες το ντάντεμα, πες το όπως θες. Το νόημα είναι ότι είχες ανάγκη να σου δείξουν οι φίλοι σου με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ότι σε νοιάζονται, ότι σε σκέφτονται, ότι θα τρέξουν και λίγο από πίσω σου. Και αυτή η κίνηση είναι μία απ’ τις πιο όμορφες και ταυτόχρονα η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης τους.

Μια τέτοια βραδιά είναι αδύνατον να μην κυλήσει υπέροχα. Δεν πα’ να συναντήσεις όλους τους πρώην σου μαζί; Όλους τους φίλους-φίδια που είχες; Ακόμη και τον καθηγητή που σε κόβει μονίμως με τέσσερα να δεις, αυτή τη βραδιά δε θα επιτρέψεις να σου τη χαλάσει κανείς και τίποτα. Γιατί αν έχεις τους φίλους σου, αλκοόλ να ρέει και μουσική να παίζει από πίσω, πες μου, τι παραπάνω να θελήσεις;

Συντάκτης: Ειρήνη Μανουσαρίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη