Νιώθεις μετέωρος όταν ξαφνικά μαθαίνεις πως ένα προστατευμένο και με αγάπη περιβάλλον μετατράπηκε σε όχι τόσο προστατευμένο και όχι τόσο με αγάπη. Κατακλύζεσαι από περίεργα συναισθήματα, μαύρες σκέψεις και σκληρή εσωτερική κριτική. Αναρωτιέσαι αν όλα αυτά που διάβασες μπορεί να συνέβησαν κι αμέσως σταματάς ν’ αναρωτιέσαι γιατί σκέφτεσαι πως αφορούν πραγματικές μαρτυρίες ανθρώπων και μάλιστα παιδιών. Ζορίζεσαι να το πιστέψεις ότι κι εκεί συμβαίνουν πράξεις που δε θα έπρεπε να συμβαίνουν. Αδυνατείς να συνδέσεις τη μέχρι τώρα εικόνα που είχες γι’ αυτό το μέρος με την όλη απαστράπτουσα τρομακτική επικαιρότητα.

Δε γνωρίζω πόσο φρόνιμο θα ήταν όταν συμβαίνουν κι αποκαλύπτονται τέτοιες μαύρες ειδήσεις, να ισοπεδώνεται μια δομή απ’ άκρη σ’ άκρη. Επίσης δε θα μπορούσε και κανείς να πει με βεβαιότητα ότι όλοι οι ενήλικες υπεύθυνοι είχαν γνώση ή κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου. Είναι στενάχωρο πολύ, εκκλησιαστικές φιγούρες που μέχρι χθες σκορπούσαν αλληλεγγύη, αγάπη, αποδοχή, βοήθεια, να μας κάνουν ν’ αναρωτιόμαστε “Μα γιατί;”;

Πόσο δύσκολο είναι τελικά να παραμείνεις άμεμπτος κι αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου; Ό,τι μπορεί να περιέχει επισταμένη και συνεχόμενη τιμωρία, σκηνικά ασέλγειας, παραποίηση της πραγματικότητας, έντονη και πολύωρη εργασία χωρίς ξεκούραση, ακάλυπτες υποσχέσεις δε θα έπρεπε να έχει καμία θέση σε δομή που έχει συσταθεί για να φροντίζει παιδιά και νέους που έχουν ανάγκη από το βασικότερο αγαθό. Την ασφάλεια. Κάτι που για πολλούς θεωρείται δεδομένο από την πρώτη ανάσα τους και γι’ άλλους, όπως αυτά τα παιδιά ήταν και είναι μια καθημερινή αβεβαιότητα.

Δε γίνεται ο παράδεισος μια μέρα να γίνει κόλαση. Κάτι πάει λάθος. Κάτι σοβαρό συμβαίνει κι είτε αποσιωπάται γιατί πιστεύεται πως δε θα μαθευτεί ποτέ, είτε καλύπτεται με τέτοιο τρόπο έχοντας στο νου ότι δεν είναι και κάτι άξιο σημασίας κι αναφοράς. Δε γίνεται το καλό που κάνεις να το ξεχνάς σαν να μην έγινε ποτέ. Δε γίνεται να έχεις χτίσει μια ολόκληρη “προστασία” γύρω από τον παράγοντα παιδί και κάπου να διαφαίνεται ότι αυτή η προστασία είναι αμφιλεγόμενη κι έχει όρια παρακινδυνευμένα έως κι εγκληματικά.

Όλα τα παιδιά του κόσμου, καλό είναι να μαθαίνουν από μικρά να έχουν καθήκοντα. Πάντα αναλογικά με τις ηλικίες τους, είναι σημαντικό να γνωρίζουν πως όταν τελειώνει ένα παιχνίδι πρέπει να συμμαζευτεί, όταν αλλάζουν τα ρούχα πρέπει να τακτοποιούνται, να τηρούνται θέματα υγιεινής και πολλά άλλα. Όσο μεγαλώνει ένα παιδί, τόσο μεγαλώνουν και τα καθήκοντα ή αλλιώς οι υποχρεώσεις. Αντίστοιχα, είναι παράδοξο και τελικά ανεπίτρεπτο να πρέπει παιδιά τρυφερής ηλικίας όπως αυτά, που προέρχονται κιόλας από οικογένειες με κακοποιητικά ιστορικά, ν’ αναλαμβάνουν βαριές κι εκτός παιδικής δικαιοδοσίας υποχρεώσεις. Υποχρεώσεις που δεν αφορούσαν δικές τους προεκτάσεις αλλά που κλήθηκαν να ικανοποιήσουν γιατί “κάποιος” τους το είπε.

Εκτός απ’ αυτήν την –εκτός παιδικής εμβέλειας- κατάσταση, αυτό που αυξάνει τον πόνο και τη διερώτηση όλων μας μετά από αυτές τις αποκαλύψεις των παιδιών, είναι το πόση υπομονή μπορεί να έκαναν, μέρα με τη μέρα, περιμένοντας ν’ αλλάξει κάτι σ’ αυτό που ζούσαν. Πόσα ψεύτικα λόγια μπορεί να άκουσαν ώστε να μείνουν τα στόματά τους κλειστά. Πόσα βράδια μούσκεψαν τα μαξιλάρια τους απ’ το κλάμα και στέγνωσαν ξανά μέχρι να ξαναυγραθούν το επόμενο βράδυ.

Η επιβράβευση δεν εμφανίστηκε ποτέ κι η ευγνωμοσύνη ήταν κάτι που δεν μπορούσαν να νιώσουν. Κι αν το ένιωσαν στην αρχή του βίου τους μέσα στις δομές, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν κάτι που συνεχίστηκε μέχρι σήμερα. Αντιθέτως. Μέσα σ’ όλα τα εγκληματικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις εξομολογήσεις αυτές, υπάρχει κι αυτή της κρυφής ελπίδας όλων αυτών των παιδιών που έχει να κάνει με το ότι “αύριο θα είναι μια καλύτερη μέρα”. Τελικώς κατέληξε να είναι μια κούφια ελπίδα. Γιατί απ’ όσο φάνηκε, από μια ηλικία και μετά, το καλύτερο έγινε μάλλον χειρότερο. Προς το παρόν τουλάχιστον γι’ αυτά τα τρία παιδιά.

Πόσο εξοικειωμένο πρέπει τελικά να είναι ένα τέτοιο περιβάλλον με τις δυσκολίες και τα απρόβλεπτα της ζωής που βιώνουν τα μέλη της; Μπορεί ο οποιοσδήποτε να συμβάλλει; Αρκεί να έχει τι; Αγάπη; Χρήματα; Μέσα; Προβολή; Υπομονή; Κι αν πούμε ότι όλα αυτά υπήρχαν από τον ιδρυτή αυτής της ιδέας, ξαφνικά εξαφανίστηκαν ή παραμορφώθηκαν σε κάτι άλλο; Έφυγε ο έλεγχος ή δεν υπήρχε ποτέ σοβαρός έλεγχος; Δεν είναι εντελώς απερίσκεπτο να πλαισιώνονται τέτοιες δομές με “περίπου” κατάλληλα άτομα;

Αυτό που τρομάζει σ’ όλα αυτά που αποκαλύπτονται κατά καιρούς και τώρα σ’ αυτό, είναι η ρευστότητα με την οποία κινούνται οι ύποπτοι. Στις συγκεκριμένες αποκαλύψεις είχε να κάνει με τον συγκαλυμμένο καταναγκασμό που υπάγονταν τα αβοήθητα παιδιά (εργασία στα χωράφια μέσα στον ήλιο, οι δουλειές είναι υποχρέωσή μας). Στη διαστρεβλωμένη αίσθηση προσφοράς που τα έκαναν να νιώθουν ενώ δεν ήταν τίποτα άλλο από μασκαρεμένη αλητεία (ληγμένα τρόφιμα). Στην υποχρεωτική εργασία που ξεκινούσε από ηλικίες που θα έπρεπε να υπάρχει μόνο το παιχνίδι, η φροντίδα και οι βασικοί κανόνες υγιεινής (από τα 14 καθάριζαν αποθήκες και τουαλέτες, μετέφεραν ψυγεία, στα 7 της έπρεπε να μαζεύει κουκουνάρια στα χωράφια).

Δεν ξέρω αν η λύση θα ήταν η επανασύσταση κι επαναξιολόγηση όλων αυτών των δομών που προσφέρουν αρωγή σ’ αυτά τα παιδιά που μεγαλώνουν και γίνονται ενήλικες. Σίγουρα, όταν βγαίνουν στην επιφάνεια τέτοιες εξομολογήσεις με φόβο να ακολουθήσουν κι άλλες, ξεκινάει μια επαγρύπνηση όλων των πολιτών. Είναι μια αλληλουχία λαθών και συγκαλύψεων. Το αποτέλεσμα όμως είναι τραγικό καθώς αυτά τα λάθη κι αυτές οι (μέχρι τώρα) συγκαλύψεις, είναι σίγουρο ότι προκάλεσαν μια νέα εσωτερική αλληλουχία. Κι αυτή εδρεύει στις ψυχές όλων αυτών των αθώων παιδιών.

 

Φωτογραφία από ΠρώτοΘέμα

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου