Δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τη δύναμη και την επιρροή που θα είχαν τα αντικείμενα που μας συνδέουν με αναμνήσεις και πρόσωπα που δεν είναι πια κοντά μας, είτε επειδή έφυγαν για το μακρινό κι άγνωστο ταξίδι είτε γιατί η ζωή τα έφερε έτσι και δε συναλλασσόμαστε πια. Συνήθως οι φωτογραφίες, τα γράμματα, τ’ αναμνηστικά και τα δώρα είναι εκείνα που μας κρατούν νοερά σε σύνδεση μ’ εκείνο το άτομο που δεν έχουμε πια σχέση. Είναι όμως και κάτι άλλο που, αν το καλοσκεφτούμε, μάς προσδίδει μια άλλη αίσθηση επαφής, η οποία ταξιδεύει απ’ το παρελθόν στο παρόν κι απ’ το παρόν στο μέλλον.

Δεν ξέρω για εσάς, εγώ πάντως όταν ήμουν μικρή χωνόμουν στην ντουλάπα της μαμάς και καθόμουν εκεί μέσα με τις ώρες. Όχι, δεν πάθαινα καμία ασφυξία γιατί αυτή η ντουλάπα ήταν χειροποίητη και φτιαγμένη από ξύλο καρυδιάς, θεόρατη, με πόρτες που είχαν εκείνο το κενό ανάμεσα έτσι ώστε ν’ αερίζονται όλα αυτά που ήταν μέσα αλλά και να μπαίνει τόσο φως όσο χρειαζόταν για να κρατιούνται τα αρώματα, οι αναμνήσεις και τα χρώματα ζωντανά. Τη μυρωδιά τη βαστώ ακόμη στα ρουθούνια μου. Την αίσθηση της αποκλειστικότητας επίσης. Εκείνης που αφορούσε μόνο τη μαμά μου κι εμένα. Εκείνη βέβαια μπορεί να μην το ήξερε ότι κρυβόμουν εκεί συνειδητά για ν’ ανακαλύπτω τα πράγματά της, αλλά σίγουρα το καταλάβαινε από την ακαταστασία που προέκυπτε μετά την αποχώρησή μου.

Μέσα εκεί, ανέδυε ένα συνονθύλευμα αρωμάτων που μαζί με το φυσικό της, έδινε ένα αποτέλεσμα που μέχρι και σήμερα δεν μπορώ να εντοπίσω σε κανένα άρωμα και σε καμιά κολόνια- όσο κι αν έχω ψάξει. Και πιστέψτε με, έχω ψάξει πολύ. Το μόνο που κατάφερα να κρατήσω σαν μυρωδιά, έτσι ώστε να μου τη θυμίζει, ήταν ένα μπλε φλοράλ-λαχούρ μπουκαλάκι-άρωμα της Guerlain, που το είχε πάντα μαζί της για να μοσχοβολά ο τόπος. Κάθε πρωί παίρνω μια βαθιά εισπνοή απ’ αυτό και της λέω καλημέρα.

Στην εφηβεία μου, ανακάλυψα κατά τύχη ένα δερμάτινο καφέ τζάκετ με τελειώματα από φιδίσιο δέρμα που είχε φέρει απ’ το ταξίδι της στην Αφρική. Ήταν ένα κομμάτι που δεν της έκανε πια, αλλά ήταν κουτί για μένα. Θυμάμαι ήταν η χρόνια του 1993 που τελείωνα την β’ λυκείου κι εκείνη την εποχή, ακόμη και να έψαχνες για κάτι τέτοιο, δε θα το έβρισκες πουθενά. Όποιος με έβλεπε να το φοράω με ρωτούσε από πού το είχα πάρει και πόσο έκανε. Κι όταν απαντούσα ότι ήταν της μαμάς μου, δε με πίστευε κανείς. Η μαμά ήταν πάντα μπροστά. Στο μυαλό, στη συμπεριφορά μα και στη μόδα. Πολυταξιδεμένη, φρόντιζε πάντα να παίρνει πράγματα από κάθε τόπο και να τα προσαρμόζει στο δικό της τύπο και στο δικό της mentalite. Κι όχι. Δεν τα κατάφερνε απλώς. Το τερμάτιζε. Δυστυχώς, αυτό το τζάκετ έπεσε θύμα κλοπής ένα φθινοπωρινό βράδυ σε κάποιο μπαρ. Η λύπη, μέχρι και σήμερα, απερίγραπτη.

Ακόμη περισσότερη χαρά και περηφάνια ένιωσα όταν η δερμάτινη καφέ της ζώνη με τη χρυσή τετράγωνη τόκα, περιήλθε στην ιδιοκτησία της boho πρωτότοκης κόρης μου. Μπαίνοντας με τη σειρά της στην εφηβεία κι αναπροσαρμόζοντας το στυλ της, την εντόπισε. Κι όταν συνέβη αυτό, αναρωτήθηκε κατευθείαν αν αυτή η ζώνη ανήκε στη γιαγιά. Μα φυσικά κι ανήκε στη γιαγιά. H χρησιμοποιημένη vintage υφή της, πρόδιδε τα χρόνια και τη διαχρονικότητα που είχαν περάσει από πάνω της. Όταν τη βλέπω να τη φορά, η αύρα της μαμάς –και γιαγιάς της- περιφέρεται γύρω της. Βλέπω το περίγραμμα της μέσης όπως ακριβώς ήταν κι η δική της όταν τη φορούσε. Κι όλα αυτά τα κάνει μια ζώνη. Ναι μια ζώνη.

Ένα απόγευμα, προσπαθώντας να τακτοποιήσω ένα συρτάρι με κάποια κοσμήματα, άπλωσα σαν τραχανά επάνω στο κρεβάτι διάφορα μπιχλιμπίδια. Ξεπρόβαλε, ένα χρυσό λεπτό με ροζ διαμαντάκι δαχτυλίδι που από εκείνη τη μέρα αγκαλιάζει ένα απ’ τα δάχτυλα της δεύτερης κόρης μου. Αυτό ανήκε στη γιαγιά μου. Στη μητέρα της μητέρας μου. Μορφές πολέμου, κατοχής κι ανείπωτων κακουχιών, πρόσωπα με ρυτίδες απ’ τα 20 τους, αυτές οι γιαγιάδες μπορούσαν και κρατούσαν φυλαχτό αυτά τα μικρά κειμήλια, με σκοπό κάποια μέρα να περάσουν σ’ επόμενη γενιά. Όπως κι έγινε. Όταν πρωταντίκρυσε αυτό το δαχτυλίδι, έλαμψαν τα μάτια της. Ήξερε ότι θα ήταν δύσκολο να μου ζητήσει να τ’ αποχωριστώ αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσω να  μου το ζητήσει.

-Δικό σου.
-Θα το προσέχω σαν τα μάτια μου, μαμά.

Η μαμά, ως δικηγόρος, είχε άπειρη γραφική ύλη, είδη γραφείου, σημειωματάρια, κουτάκια. Στο γραφείο της τρίτης μου κόρης, κατοικεί κι η μαμά μου καθημερινά ακόμη κι αν δεν είναι ορατή. Χαρτοκόπτες, μολυβοθήκες, press-papier μα και κάτι παλιά στυλό έχουν διακοσμήσει τον χώρο της και θυμίζουν πάντα εκείνη με τη βοήθεια της εγγονής της. Κι όλο κατεβαίνει στο παλιό σπίτι της γιαγιάς και ψάχνει μήπως και της έχει ξεφύγει κάτι. Κι όλο κάτι βρίσκει κι ανεβαίνει με χαμόγελο στο δωμάτιό της. Δε ρωτάει καν. Νιώθει ότι της ανήκει. Νιώθει ότι έχει πάρει την άδεια απ’ τη γιαγιά της και δε χρειάζεται να ρωτήσει κανέναν άλλον. Κι όντως. Δε χρειάζεται. Κι όταν τα δάχτυλά της χρησιμοποιούν τα στυλό της γιαγιάς είναι σαν να γράφει η γιαγιά. Κι όταν κρατάει τις σημειώσεις της στα παλιά σημειωματάρια της γιαγιάς της, είναι σαν να επαναλαμβάνονται με ασύλληπτη συνέπεια πολλά deja vues.

Καμιά φορά είναι δύσκολο ν’ αποχωριζόμαστε αντικείμενα πολύ δικών μας ανθρώπων. Και πώς να μην είναι; Αφορούν κομμάτι της ιστορίας που κάποτε υπήρξε κι αναπαράγεται όποτε βρεθεί ευκαιρία. Δεν κρατιούνται όμως οι σχέσεις ζωντανές με τα σουβενίρ. Αλίμονο. Κάθε τι που διατηρείται κι έρχεται απ’ το παρελθόν, ζει στο παρόν και θα περάσει στο μέλλον, οφείλουμε να το τιμούμε με την ιστορία που το συνοδεύει. Μ’ αυτόν τον τρόπο, κρατάμε τη ζέση, αναζωπυρώνουμε τη θύμηση, βοηθάμε τις νοερές εικόνες του παρελθόντος που χορεύουν χέρι-χέρι. Ξαναζωντανεύουν στιγμές από παλιά ακόμη κι αν δε συμπίπτουν πλήρως, αλλά το προσπαθούν. Ανακάλυψα λοιπόν, πως με την ανακύκλωση όλων εκείνων που φορέθηκαν από επόμενες γενιές, μπόρεσα να κερδίσω έδαφος για λογαριασμό της μαμάς και της γιαγιάς και να διασκορπίσω είτε εγώ είτε τα παιδιά μου το dna και τ’ αφημένα νεκρά κύτταρα μέσα στο χώρο και στο χρόνο. Ήμουν πια σίγουρη πως όταν συμπλήρωνα και την ιστορία που τα συνόδευε, τότε επισφραγιζόταν η ένωση του παλιού προκατόχου με τον καινούριο.

Δε θα ξεχάσω, όταν έγινα μαμά για πρώτη φορά πως ένα απ’ τα πρώτα πράγματα που μου έδωσε η δική μου μαμά ήταν μια βαμβακερή πάνα με χειροποίητα κεντημένα ροζ τελειώματα, λέγοντάς μου ότι ήταν μια απ’ αυτές που με φάσκιωνε εμένα ως βρέφος. Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα να τυλίξω το δικό μου μωρό μ΄αυτήν, το συναίσθημα που με κατέκλυσε προερχόταν από άλλη εποχή. Η σκέψη όμως που μ’ επισκέφθηκε πρώτη ήταν η εξής: “Θα κάνω κι εγώ ακριβώς το ίδιο στα παιδιά μου”. Το οποίο κι έκανα. Έχω κρατήσει ένα χαρακτηριστικό αντικείμενο απ’ την καθεμιά κι αν έρθει ποτέ η ώρα να βιώσουν τη μητρότητα, θα τους κληροδοτηθεί με τη σειρά του.

Σκεφτόμαστε καμιά φορά πως οι παιδικές μας αναμνήσεις θα σβηστούν στον χρόνο και θα διατηρούνται μόνο οι πολύ πρόσφατες. Κι όμως. Θυμόμαστε πολλά από εκείνη την περίοδο, αβίαστα και με το παραπάνω. Τα φουλάρια που φορούσε εκείνη στον λαιμό, μ’ όλους αυτούς τους τρόπους που σήμερα δείχνουν στο tik-tok, εγώ τα φοράω με τον ίδιο τρόπο χωρίς ποτέ να μου τον έδειξε. Οι κόρες μου τα φοράνε στο κεφάλι τους, στα χέρια τους, στις τσάντες τους, φτιάχνοντας τη δική τους μόδα, τη δική τους ιστορία αλλά με την πρώτη ύλη της γιαγιάς τους ή της προγιαγιάς τους. Αυτή είναι κι η μαγεία. Να καταφέρουμε να διασπείρουμε τον δικό μας μύθο. Να κάνουμε τις εικόνες και τα συναισθήματα που εγκαταστάθηκαν στο βαθύ υποσυνείδητο, να μένουν χαραγμένα και να βρίσκουν πάντα τον τρόπο να ξετρυπώνουν, ν’ αλλάζουν μορφή, χρήση και σχήμα.

Όπως ακριβώς ξετρύπωσε κι εκείνη η ηλιαχτίδα, που έμπαινε απ’ την ξύλινη χαραμάδα στη ντουλάπα της μαμάς και με χτυπούσε μέσα στα μάτια, δίνοντάς μου ιδέες, φως κι έμπνευση.

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου