Η σχέση μου με τον Λεξ ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2022, στη διάρκεια ενός road trip προς Αθήνα με τη μεγάλη μου κόρη, ετών 20. Είναι στην ιδιοσυγκρασία της οικογένειάς μας, πάντα, σε πολύωρα ταξίδια να εναλλάσσουμε τις μουσικές μας μέσα στ’ αμάξι και να σεβόμαστε τις επιλογές του καθενός, ακόμη κι αν δεν ταυτιζόμαστε πλήρως. Έτσι λοιπόν, ήταν η δική της ώρα να μου γνωρίσει κάποια τραγούδια (καινούρια για μένα) και να δει αν θα μου άρεσαν. Μου έβαλε μεταξύ άλλων και διάφορους ράπερ, αλλά όταν ξεκίνησε η εισαγωγή του “Airmax”, άρχισε κι η δική μου πλατωνική σχέση θαυμασμού μου για τον Λεξ.

Το θετικό σ’ όλη αυτή τη διαδικασία ήταν ότι δε με προϊδέασε για το ότι θα μου άρεσε τελικά ο Λεξ, γιατί έτσι όπως ξέρουμε εμείς τα παιδιά μας- έτσι μας ξέρουν κι αυτά (κι ίσως βαθύτερα κι απ’ όσο νομίζουμε). Δε διέκοψα καμία στιγμή το τραγούδι. ‘Ηθελα απλώς να το ακούσω και να μην τελειώσει ούτε η μελωδία αλλά ούτε κι ο στίχος. Η πρώτη μου ερώτηση προς την κόρη μου μετά το τέλος του ήταν: «Πόσω χρονών είναι το παλληκάρι;» «38 μαμά». Αυτή λοιπόν, ήταν η απάντηση που κατά κάποιο τρόπο ήθελα αλλά και περίμενα. Γιατί, η ταύτισή μου εκείνη τη στιγμή έγινε ακόμη μεγαλύτερη καθώς είχα νιώσει απ’ τους πρώτους κιόλας στίχους του, ότι η ραπ του, αφορούσε αλήθεια δοσμένη μέσα από πόνο αλλά και vice versa.

Έχοντάς τον καταχωρήσει φυσικά έκτοτε στην playlist μου κι έχοντας ξεχωρίσει αρκετά του κομμάτια, η χθεσινή του άφιξη ήρθε να ολοκληρώσει την προσωπική μου επιθυμία να τον δω επί σκηνής και τελικώς να δω πώς θ’ αντιμετώπιζε όλη αυτήν την αγάπη, το νοιάξιμο και την αλήθεια του κοινού του. Αλλά είχα και μεγάλη περιέργεια να δω αν η live performance του θα ήταν αντίστοιχη μ’ αυτήν που ακούγεται τόσο καιρό μέσα απ’ τα airpods μου. Φρόντισα από χθες, να μη διαβάσω τίποτα που να είχε να κάνει με τη συναυλία προκειμένου να διατηρήσω μια, όσο μπορώ, περισσότερη ανεπηρέαστη ματιά σ’ αυτό που έζησα εγώ ως μια 46χρονη μητέρα που μια μέρα την άγγιξε η μουσική του Λεξ.

Είναι τόσο όμορφο να έχεις την ευκαιρία να στέκεσαι απέναντι σ’ ένα τέτοιο θέαμα. Είναι εξίσου όμορφο να βλέπεις πως ο καλλιτέχνης που τον έχεις φανταστεί ως ένα ταπεινό, πράο, με συγκρατημένη οργή άτομο να μη σε απογοητεύει και να είναι έτσι ακριβώς επί σκηνής μπροστά σε 25.000 άτομα και βάλε. Δεν προλόγισε, δεν πλατείασε, δεν έκλεψε την παράσταση με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο με την αυθεντικότητά του. Ήταν αεικίνητος κι υπερκινητικός μαζί. Είχε μόνιμη οπτική επαφή μ’ όλες τις μεριές του σταδίου. Ευχαριστούσε το κοινό του μετά από κάθε τραγούδι. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν αν είμαστε όλοι καλά κι αν είμαστε εκεί μαζί του για να το ζούμε μαζί του. Μπορεί να χανόταν η μορφή του μέσα στην απεραντοσύνη του Καυταντζόγλειου αλλά το καθαρό του βλέμμα ήταν εκεί. Η κινησιολογία του ήταν συνυφασμένη με τον στίχο του και θα μπορούσα να πω ότι τον διέκρινε κι εκείνη η ντροπαλότητα μαζί μ’ έναν ξεχασμένο ρομαντισμό.

Το κοινό του ήταν εκεί από τις 17.30 που άνοιγαν οι πόρτες να τον περιμένει χωρίς ίχνος γκρίνιας ή επεισοδίων. Οι πρώτοι κόκκινοι πυρσοί άναψαν με την εμφάνισή του στη σκηνή και με το πρώτο τραγούδι. Τα νεανικά κορμιά άλλαζαν θέσεις και τ’ αγόρια κρατούσαν μόνιμα τα κορίτσια ψηλά στις πλάτες τους. Ρωμιοσύνη κι εκεί. Και μετά ξεκίνησε το τέμπο κι ο ρυθμός της μουσικής του. Το μικρόφωνο μόνιμα κολλημένο στα χείλη του με, έκδηλη σ’ όλους εμάς, την αποκλειστικότητα της σχέσης αυτής. Γινόσουν θεατής μιας συντονισμένης συναυλίας σωμάτων και μια λαοθάλασσας χεριών που και τα δύο είχαν ένα σκοπό: να μην απογοητευτεί ο δημιουργός.

Το πλήθος απαρτιζόταν κυρίως από νεαρές ηλικίες αλλά κι από μεγαλύτερες. Δε θα πω πως εγώ ήμουν η μεγαλύτερη εκεί μέσα (αν κι οι κόρες μου επέμεναν πως θα είμαι) αλλά συνάντησα σίγουρα και κάποιους που –τουλάχιστον- φαινόντουσαν μεγαλύτεροι από μένα. Αυτό το αναφέρω, γιατί δεν είθισται ο πιο ενήλικος πληθυσμός να επιλέγει να παρευρεθεί σε μια τέτοια συναυλία. Εκεί κερδίζουμε όλοι εμείς το προτέρημα να χαθείς μέσα στη νιότη. Να πάλλεσαι κι εσύ μαζί τους σαν να μη σε χωρίζουν 2 δεκαετίες. Να κουνάς τα χέρια και να τραγουδάς τους αγαπημένους σου στίχους χωρίς να σε πολυνοιάζει αν τους λες και λίγο λάθος. Σημασία έχει ότι τους νιώθεις. Κι αυτό το οφείλαμε όλοι μας εκείνη τη στιγμή στον Λεξ.

Κατάλαβα πως είναι απ’ τους καλλιτέχνες που μπορεί να μετατρέψει τη συναυλία του σε μια οργανωμένη χορωδία. Βέβαια, οι περισσότερες συναυλίες το κάνουν αυτό. Αλλά σε μια συναυλία ραπ, δε συμβαίνει συχνά. Η παρουσία του λειτουργούσε ενωτικά αλλά και μονωτικά. Οι στίχοι του αγγίζουν έναν 15χρονο αλλά κι έναν 50χρόνο (για να μην πω κι 60χρονο). Η στάση του απέναντι στο κοινό έδειχνε σεβασμό κι όχι έπαρση. Χαμήλωνε το βλέμμα όταν ζητωκραύγαζε το κοινό κι αυτό έδειχνε μια ταπεινότητα σπάνια για έναν τέτοιο καλλιτέχνη. Κι όταν ερχόταν η ώρα να ζητήσει εκείνο το ξεσήκωμα με την επανάληψη των στίχων του απ’ το κοινό και να ζήσει αυτή τη διάδραση, το έκανε με ιπποτισμό κι όχι με κτητικότητα. Το άφηνε σ΄εμάς. Κι αφού συνέβαινε αυτό, πάντα μας ευχαριστούσε με σκυμμένο το κεφάλι.

Παραμένει αξιοσημείωτο να μπορεί ένας καλλιτέχνης να σου προκαλεί αυτό το συναίσθημα της αναβίωσης των ακουσμάτων που είχες μέχρι τώρα στ’ ακουστικά σου. Όταν τον άκουγα χθες να τραγουδά «έχω έναν δρόμο, μια ευκαιρία κι ένα μονοπάτι» επανήλθε η σκέψη μου πόσο σέβεται το δώρο της ζωής. Όταν τον άκουσα και live να ραπάρει λέγοντας «έχω μια γυναίκα μόνο αυτή μπορεί να μου φυλάει την πλάτη», τον πίστεψα ότι εννοεί αυτό που λέει γι’ αυτήν την αγάπη. Όταν βγήκαν από το στόμα του οι στίχοι «βαλ’ τους να δώσουν τα χέρια, να μην κρατάνε μαχαίρια», ως μητέρα, ανέπνευσα μ’ ανακούφιση γιατί αυτή η επιρροή για ειρήνη είναι ανεκτίμητη έχει μεγάλη απήχηση.

Ο Λεξ μέσα απ’ τη ραπ του κατάφερε και συνεχίζει να καταφέρνει να περνάει όλα εκείνα τα μηνύματα που κι εμείς ως γονείς, πολλές φορές αδυνατούμε είτε γιατί δεν ξέρουμε τον τρόπο, είτε γιατί είμαστε πολύ εγωιστές να παραδεχτούμε ότι δεν ξέρουμε. Και ναι, δεν είναι κακό ένας τόσο ταλαντούχος ράπερ, με τόσο δυνατή ψυχική φωνή να σου μαθαίνει πράματα ή να σου υπενθυμίζει κάποια πράματα που είχες, ίσως, ξεχάσει. Έτσι πρέπει ν’ αναγνωρίζονται οι καλλιτέχνες. Ως συνεχιστές αυτών των μηνυμάτων που έμειναν στο «διαβάστηκε» ή που απλώς παραδόθηκαν χωρίς καμία απόκριση.

Όταν λοιπόν άκουσα χθες live ξανά τους στίχους του κι είχα και την τύχη -αυτή τη φορά- το άκουσμα να συνοδεύεται κι απ’ την εικόνα, κατάλαβα ότι η πρώτη μου ανατριχίλα ακούγοντάς τον στο αυτοκίνητο εκείνη τη μέρα, δεν ήταν τυχαία. Συνέβη, γιατί εννοούσε τον κάθε στίχο ξεχωριστά. Κι όχι μόνο αυτό. Συνειδητοποίησα, βλέποντάς τον, πως ο Λεξ είναι σαν τον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο. Όσες φορές κι αν ακούσουμε μια στιχομυθία, θ’ ανακαλύψουμε κάτι διαφορετικό που θα μας κάνει να σκεφτούμε πώς μας είχε διαφύγει αυτή η λεπτομέρεια τόσες φορές. Ο Λεξ έχει αυτήν κι αυτή την ιδιότητα και του το αναγνώρισα χθες. Σε κάνει να βρίσκεις κι άλλα νοήματα πίσω απ΄τους τόσο τέλεια δοσμένα ραπαριστούς στίχους του. Κι αυτό δεν είναι μόνο ταλέντο. Είναι η πνευματικότητα που έχει αποκτήσει απ΄τη ζωή και την έχει συμπεριλάβει στο ταλέντο του.

Το κοινό βίωσε απότομα τη λήξη της συναυλίας και φυσικά του ζήτησε, προβάλλοντας όλη την ενέργεια που εξέπεμπαν τα πρόσωπα αλλά και τα σώματα (της αρένας κυρίως), να παραμείνει λίγο ακόμη και να συνεχίσει να ραπάρει. Νομίζω πως αυτό που συνέβη μετά, ήταν ακόμη ομορφότερο απ’ την έναρξη της συναυλίας. Φυσικά δεν απογοήτευσε το κοινό του και ζήτησε να σβήσουν όλα τα φώτα στο στάδιο. Και τότε, ξεκινήσαμε ένας-ένας ν’ ανάβουμε τους φακούς απ’ τα κινητά μας και να δημιουργούμε μια τεχνητή φωτεινότητα αγάπης. Έπρεπε να είσαι εκεί για να νιώσεις την αίσθηση αυτή. Μαγνητίστηκε τόσο πολύ κι ο ίδιος απ’ αυτήν την αυτοδημιούργητη πρωτοβουλία που, ενώ είχε σκοπό να πει άλλο ένα τραγούδι, είπε τελικά 5 ή 6, ζητώντας κάθε φορά να κρατήσουμε τα χέρια ψηλά μ’ αναμμένους τους φακούς διατηρώντας αυτόν τον επίγειο έναστρο ουρανό.

Καθόμουν στη Θύρα 4 στις μπροστινές κερκίδες. Δεν ένιωσα ίχνος δυσφορίας. Δεν υπήρξε καμιά παρέα που να συμπεριφέρεται ανάρμοστα. Δεν ένιωσα λεπτό ότι είχα μεγάλη απόσταση απ’ τη σκηνή. Δεν είναι ότι υπήρχαν γιγαντοοθόνες και μπορούσαμε να τον βλέπουμε. Τον βλέπαμε γιατί μας άφηνε να τον δούμε και γιατί ήταν, επί περίπου 2 ώρες, ασταμάτητα εκεί. Αυτό κάνει ένας αυθεντικός καλλιτέχνης που χρησιμοποιεί τον στίχο του για να εκφράσει την αλήθεια του: μηδενίζει τις αποστάσεις, εξισώνει τις ηλικίες, αναβιώνει τα συναισθήματα και συνυπάρχει με το κοινό του χωρίς να του το έχει ζητηθεί. Ο Λεξ για μένα, ανήκει, μετά τη χθεσινή μου εμπειρία, σ’ αυτήν την κατηγορία των αυθεντικών καλλιτεχνών κι ευελπιστώ να διατηρήσει αυτήν την έμφυτη προίκα της σοφής ντομπροσύνης, ώστε να μεταβιβαστεί και στις επόμενες γενιές καλλιτεχνών της ραπ αλλά κι όχι μόνο.

Πηγή φωτογραφίας

Αφιερωμένο στην Έλι που μου τον γνώρισε, στην Ολύβια που δεν μπόρεσε να με συνοδεύσει στη συναυλία γιατί διάβαζε, στη Μάιρα που μ’ έντυσε ώστε να είμαι cool μαμά σε συναυλία ραπ και στη Μελίνα που ζητάει ν’ ακούμε τα τραγούδια του μετά το κολυμβητήριο και ξέρει πότε να κλείνει τ’ αυτιά της.

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου