Όσοι από εμάς υπήρξαμε παιδιά κι έφηβοι στη δεκαετία του ’90, λίγο πολύ, ακούγαμε με τους γονείς μας ή τους πολύ δικούς μας ανθρώπους τα τραγούδια εκείνα που πια έχουν περάσει στην αιωνιότητα. Μπορεί να ήταν στ’ αμάξι, στα πάρτι, στις οικογενειακές συγκεντρώσεις. Δεν ξέραμε και πολλά-πολλά κι ό,τι μας έλεγαν, το πιστεύαμε χωρίς ιδιαίτερο φιλτράρισμα, γιατί έβγαινε απ’ το στόμα της μαμάς, του μπαμπά, του θείου, της γιαγιάς. Πρόσωπα ιερά για όλους μας. Ξαφνικά, ένα τραγούδι γινόταν ορόσημο στην πορεία της ζωής μας κι όταν ερχόταν η στιγμή να τ’ ακούσουμε, με μαγικό τρόπο, γυρνούσε πίσω ο χρόνος, μύριζε ο τόπος μνημονευμένες αναθυμιάσεις κι ανατρίχιαζε όλη μας η ύπαρξη.

Ένα τέτοιο παιδί υπήρξα κι εγώ και στάθηκα τυχερή να ζήσω μια μουσική στιγμή, η οποία με τη σειρά της έγινε βιωματικό αποτύπωμα ψυχής και νου. Αρχές της δεκαετίας του ’90, για την ακρίβεια το 1992 ήμουν κι εγώ 16. Το δικό μου ιερό πρόσωπο ήταν η μαμά μου και η καταξιωμένη καλλιτέχνης και τοπ πρεφερέ της, η Χαρούλα Αλεξίου. Κανείς δεν μπορούσε να αντεπιχειρηματολογήσει επιτυχώς απέναντί της· πού να τολμήσει να πειράξει την καλλιτεχνική τελειότητα της Χαρούλας. Δεν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να την πείσει ότι υπήρχε καλύτερη γυναικεία φωνή απ΄αυτήν.

Το τραγούδι που στοίχειωσε τη στιγμή μας στο χρόνο και με ταξιδεύει πάντα παρέα με λίγο αλμυρό εκ των ματιών νερό, είναι η «Συναυλία». Μετράμε 30 χρόνια από την κυκλοφορία του. Οι στίχοι είναι της μοναδικής Λίνας Νικολακοπούλου και το συγκεκριμένο τραγούδι έχει ερμηνευθεί κι από πολλούς άλλους καλλιτέχνες μετέπειτα. Βέβαια, όπως συμβαίνει με πολλά τραγούδια, έτσι κι αυτό, ήταν ξεκάθαρα γραμμένο για τη φωνή και το ταμπεραμέντο της Χαρούλας.

Όλοι οι στίχοι απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, ένας χαρακτήρας, μια προσωπικότητα. Ο τέλειος συνδυασμός της φωνής της Χαρούλας με τη διαπεραστικότητα των στίχων της Λίνας, το καθιστά απίθανο να μη δε μας εντυπωθεί. Εύκολα μπορούμε να κάνουμε εικόνα το τσιγάρο, τη σκηνή, το διάζωμα και τον έρωτα. Θέλουμε να γίνουμε μέρος της συναυλίας και να αποτελέσουμε ένα στοιχείο της, για να μας τραγουδήσει η Χαρούλα. Θέλουμε να πάμε μαζί της παντού. Το μείγμα του μποέμ, ροκ κι αναρχικού δίνουν αυτή τη χροιά στη μελωδία που με τ’ ανεβοκατεβάσματα σε υψηλά και χαμηλά πεντάγραμμα, πηγαινοφέρνει την ακοή κι αναπνοή μας σ’ άλλα επίπεδα. Ένας-ένας στίχος, ζωγραφίζουν μπροστά μας αυτό που ερμηνεύεται. Δεν ψάχνουμε πίσω απ΄τις λέξεις. Το ζούμε μέσω αυτών. Άλλωστε, τι θα περίμενε κανείς απ’ τη Λίνα Νικολακοπούλου; Ό,τι κι αν έχει γράψει, αφορά ένα μικρό αριστούργημα.

Ό,τι μας απογειώνει μουσικά, συνήθως το έχουμε στην playlist μας σε live παράσταση γιατί έτσι κατοχυρώνουμε ως ένα βαθμό το αίσθημα της πλασματικής μας παρουσίας στην καθεαυτή συναυλία. Αν έχουμε καταφέρει να δούμε τον καλλιτέχνη που αγαπάμε και ζωντανά, τότε η ακρόαση του τραγουδιού που έχουμε ξεχωρίσει κι ακούμε συνεχώς σε repeat είναι ακόμη πιο έντονη. Έτσι κι η «Συναυλία». Τα προεόρτια λόγια καλωσορίσματος της Χαρούλας προς το αλαλούμ κοινό και η μεταφορά αυτού του ανθρώπινου βόμβου στ’ αυτιά μας, μας κάνει να νιώθουμε ότι είμαστε όλοι εκεί. Το σ’ αγαπώ παίρνει άλλη διάσταση γιατί γίνεται σ’ αγαπάω με όλα του τα «α». Η Χαρούλα το μετατρέπει σε κραυγή. Καμία οικονομία στο συναίσθημα. Πρέπει ν’ ακούγεται δυνατά και να μεταφέρεται παντού κι απ’ άκρη σ’ άκρη. Δε γίνεται να μην ακούσεις το τραγουδισμένο «Σ’ αγαπάω» της Χαρούλας στη «Συναυλία». Δε γίνεται!

Δεν υπάρχουν όρια και φραγμοί στο τραγούδι αυτό. Είναι η συνειδητοποιημένη επιλογή να είναι κάποιος ελεύθερος και να ζει αυτό που θέλει την κάθε στιγμή. Να πηγαίνει σε συναυλίες, να ταξιδεύει σ’ όλο τον κόσμο, να γνωρίζει συγκροτήματα, να βιώνει εμπειρίες σε στάδια, άδεια ή γεμάτα. Να μπορεί να είναι κοντά στους νέους και να παίρνει γεύση από τον φρέσκο έρωτά τους. Όλα αυτά με μια προϋπόθεση: Να είναι εκεί ο άνθρωπός μας.

Παράλληλα με τη Χαρούλα να τραγουδάει τη «Συναυλία» της Λίνας, είναι κι η χρονιά που ξεκινάει η μεγάλη κόντρα μεταξύ μητέρας κι έφηβης κόρης. Είχα πια μεγαλώσει και καιγόμουν ν’ αντιμιλώ ως ισότιμη γυναίκα. Το feeling ήταν κυρίως αυτό. Οι καθημερινές κόντρες ήταν η ρουτίνα μας. Πίστευα ότι τα ήξερα όλα και δεν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να μου επιβάλει. Όσο δε, προσπαθούσε να μου επιτάξει τη σιωπή, τότε ήταν που κάλπαζα σαν ατίθασο άλογο.

Και τότε, ένα απόγευμα, μου ζήτησε να τη συνοδεύσω σε μια υποχρέωσή της με τ’ αμάξι. Ήταν σαν να έβγαζε λευκή σημαία στην εμπόλεμη ζώνη μαμάς-κόρης. Ήξερε ότι θα δημιουργούσαμε τη στιγμή μας. Πρώτη ταχύτητα, δευτέρα, τρίτη και αμέσως επόμενη κίνηση, το ραδιόφωνο. Η πρώτη μου σκέψη ως παντογνώστρια έφηβη δεν ήταν άλλη απ΄τη: «Θεέ μου, πώς θα αντέξω τώρα το βασανιστήριο των μουσικών επιλογών της;». Κι εκεί ήταν η στιγμή. Μόλις ξεκινούσε. «Τιτή, άκου μελωδία, άκου στίχους! Το άκουσα και χθες, είναι το καινούριο τραγούδι της Χαρούλας, στο αφιερώνω!».

Αυτό ήταν. Έγινα ένα με το τραγούδι. Την κοιτούσα που είχε ήδη αποστηθίσει τους στίχους και τους τραγουδούσε. Το ρεφρέν, που αναφερόταν σ’ ό,τι αγαπούσε η Χαρούλα και το αποθέωνε, ήταν κάτι που αποθέωσε κι η μαμά μου εκείνο τ’ απόγευμα. Ήταν μια σκηνή που δεν είχα ξαναζήσει. Να τη βλέπω να νιώθει στο μέγιστο βαθμό ένα συναίσθημα, παρμένο από τραγούδι. Η όρεξή της για ζωή να ταυτίζεται με τη δύναμη των στίχων. Να τη φαντάζομαι να δίνει ένα τσιγάρο στη Χαρούλα και ν’ ανάβει το δικό της μαύρο πουράκι More και να τ’ απολαμβάνουν μαζί. Να γυρνάνε τον κόσμο όλο τραγουδώντας, ξοδεύοντας όλα τους τα λεφτά σε συναυλίες κι εμπειρίες και στάδια και συγκροτήματα. Αλλά να μην τους νοιάζει, γιατί τους έμενε η ροκιά.

Μέσα απ’ αυτό το τραγούδι, κι ερωτευμένη να μην ήμουνα, θα γινόμουν. Και χαρούμενη να μην ήμουν, θα γινόμουν. Και νοσταλγία να μην είχα, θα την αποκτούσα. Κι όλα εκείνα που θα’ θελα να κάνω και δεν πρόλαβα, θα τα έκανα. Έστω για λίγο. Έστω νοερά. Και θα το ζω. Κάθε φορά που θα τ’ ακούω, θα το βιώνω. Και θα το έχω καλά κρυμμένο μυστικό. Και θα σας το πω. Αυτό, είναι το τραγούδι της μαμάς. Και μου το έδωσε για δικό μου. Η μαμά ήταν ροκ κι εγώ δεν το κατάλαβα ποτέ.

 

ΥΓ: Προλάβαμε και πήγαμε κι οι δυο μαζί με τη Χαρούλα στο “παντού” της Συναυλίας. Στο μυαλό και στην καρδιά μου, εικόνες και συναισθήματα χαραγμένα, ζωντανά σαν χθες, σαν ένα ανεξίτηλο γκράφιτι. Μάρτη ήρθες, Μάρτη έφυγες. Πώς τα κατάφερες έτσι… Μόνο εσύ θα μπορούσες. 

 

 

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου