Συνήθως μια ερωτική σχέση για να εξελιχθεί σε ερωτική θα ξεκινήσει δειλά δειλά με τα πρώτα και κλασικά-  ραντεβού, σε καφετέριες σε σινεμά, σε βόλτες το βράδυ στη πόλη. Μετά το πιο πιθανόν, να συναντήσετε και το παρεάκι και κάπως έτσι θα κυλίσει πιο ήπια αυτό το πρώτο και δεύτερο ραντεβού. Θα τελειώσει κι αυτή η συνάντηση χωρίς πολλά-πολλά.

Το βλέπεις να εξελίσσεται όμως και γουστάρεις την όλη φάση με το άτομο αυτό. Θες να ρισκάρεις λίγο παραπάνω. Τι έμεινε που δεν κάνατε; Και για καφέ πήγατε, και το παγωτό σας το φάγατε και τη βόλτα στην πόλη με το παρεάκι την πήγατε. Τα πρώτα δύο-τρία ραντεβού είναι και τα πιο δύσκολα αφού  εκεί είναι που αρχίζεις να καταλαβαίνεις τον άλλον λίγο καλύτερα. Μέσα σου όμως καίγεσαι και θες να εντυπωσιάσεις γιατί όντως γουστάρεις πολύ όλο αυτό που συμβαίνει. Θες πολύ να κάνεις αυτήν την πρόταση αλλά φοβάσαι μην παρεξηγηθεί.

Σηκώνεις ανάστημα. Παίρνεις ανάσα. Αρπάζεις το κινητό και γράφεις. «Δε με λες και Βέφα, ούτε και Πετρετζίκη βέβαια, αλλά απόψε σε προσκαλώ να έρθεις από ‘δω για φαγητό». Γιατί όχι; Άμα μπορείς να κάνεις μια μακαρονάδα στον άλλον γιατί να μην την κάνεις; Πήραμε λοιπόν και το ρίσκο. Στείλαμε το μήνυμα για  το πρώτο δείπνο στο σπίτι. Εσύ κι αυτός. Εκείνη κι εσύ.

Αλήθεια, μια τέτοια πρόσκληση είναι ό,τι πιο αισθησιακό μπορεί να κάνει κάποιος στα πρώτα ραντεβού, όποια κατάληξη κι αν έχει. Είτε η πρόσκληση έρθει από τον άντρα είτε από τη γυναίκα η ουσία είναι μία. Αυτός που το κάνει, βάζει τον εαυτό του στη διαδικασία της πρόκλησης. Τολμάει να εκτεθεί και να δείξει τις μαγειρικές του ικανότητες -ή και όχι- σε έναν άνθρωπο που πάει να ερωτευτεί. Αποζητάει με άλλα λόγια τον ενθουσιασμό σου, το μπράβο σου και την έκπληξή σου.

Καταρχάς, αυτός που σε προσκαλεί, θέλει να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα. Επιδιώκει πάσει θυσία μια αποκλειστική σας συνάντηση. Χωρίς έξτρα ματιές γύρω γύρω. Χωρίς υπεκφυγές. Είστε μόνο οι δύο σας και η πόρτα της εξόδου είναι μόνο μία. Στόχος του οικοδεσπότη βέβαια, είναι να μη θελήσεις να βγεις. Τουλάχιστον όχι το ίδιο βράδυ.

Ξεκινάνε οι προετοιμασίες. Ξέρει ήδη τι σου αρέσει τι θες να φας και τρέχει να πάρει όλα τα υλικά για να μη σου λείψει τίποτα. Κεριά, μουσική, τραπεζομάντιλο χίλιες δύο ευωδιαστές μυρωδιές. Αχ και να σε ‘βλέπε η μάνα σου από μια γωνιά! Καμάρι που θα ένιωθε! Όλα είναι έτοιμα. Τραπέζι στρωμένο. Κεριά αναμμένα, κρασί στο ψυγείο. Ορεκτικά κυρίως κι επιδόρπια έτοιμα για κατανάλωση. Κι εσύ κάπου εκεί πας γύρω-γύρω από την τραπεζαρία και περιμένεις το πολυπόθητο κουδούνι. Χτυπάει. Κάνεις μια στάση μπροστά απ’ τον καθρέφτη. Ανοίγεις κι η παράσταση αρχίζει.

Λένε πως ο έρωτας περνάει απ’ το στομάχι. Μα οι εντολές πάντα ξεκινούν απ’ τον εγκέφαλο, αυτός ο καταραμένος πυρήνας ελέγχου κινήσεων, αισθήσεων και σκέψεων. Έρμαια μας έχει καταντήσει όλους. Μας έχει κάψει πολλάκις αλλά δε βάζουμε μυαλό. Ο Έρωτας λοιπόν, πριν περάσει απ’ το στομάχι, κατακλύζει όλο σου το εσωτερικό είναι. Σου ερεθίζει κάθε κύτταρο και σε ανάβει χωρίς να σε σβήνει. Βλέπετε, η αισθησιακή αυτή κίνηση, του να σε καλέσει ο άλλος στο σπίτι του δεν έχει και πολλές διεξόδους. Κι αυτό είναι και η επιθυμία του οικοδεσπότη πολλές φορές.

Τα αίματα είναι ήδη αναμμένα, εντυπωσίασες με τις μαγειρικές σου ικανότητες και σου αξίζει ένα όμορφο κλείσιμο. Μετά από τόσο φαγητό ξέρετε κι οι δύο πώς θα τις κάψετε τις θερμίδες. Αρκετά συγκρατηθήκατε. Ελατέ, ας το παραδεχτούμε, ήταν αναμενόμενο να συμβεί και δε θελήσατε να το αποφύγετε κιόλας. Ποιος είπε ότι είναι αναγκαστικό να συναντιέστε για τρεις μήνες συνέχεια εκτός; Η οικειότητα εξελίσσεται σε πολύ πιο στενούς κύκλους, σε πολύ λιγότερους τοίχους, χωρίς κανένα θεατή. Μόνο με δύο πρωταγωνιστές. Εσένα κι αυτόν που λαχταρά η καρδιά και το κορμί σου.

Να ρισκάρουμε πιο συχνά λοιπόν. Να τολμούμε να προσκαλούμε τον άλλον για δείπνο όσο αμήχανο κι αν είναι στην αρχή. Κι αν δεν είναι η μαγειρική ένα από τα ατού σου, παραγγείλετε μωρέ, το βρίσκω κι αυτό αξιολάτρευτο. Σημασία έχει ότι όλοι μας ξέρουμε πως, ό,τι φάτε κι ό,τι πιείτε θα καεί. Και η ουσία κρύβεται εκεί. Στην υγεία σας λοιπόν, και καλή σας όρεξη!

 

 

Συντάκτης: Τζένη Άστρα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου