Απωθημένα ή αλλιώς ιστορίες γλυκόπικρες χωρίς τέλος. Σαν πυροτέχνημα που μπήκε θεαματικά στη ζωή σου, έσκασε, και μετά σου άφησε μόνο τη θύμησή του. Ιστορίες που ξεκίνησαν δίνοντας πνοή στα όνειρά σου αλλά μετά, σαν πάγωσε ο χρόνος, έμειναν εκεί να σε κοιτάνε με μαράζι. Σαν πληγές που μένουν μισόκλειστες θυμίζοντάς σου ότι ακόμα και αν εσύ δεν πονάς συχνά, αυτές υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν στη ζωή σου.

Τα απωθημένα σου μπορεί να έχουν πρόσωπο. Να κλείνεις τα μάτια σου κι αυτά να παίρνουν τη μορφή και το άρωμα ενός ανθρώπου που πέρασε βιαστικά από τη ζωή σου. Το ανεκπλήρωτο, όμως, δεν μπαίνει μόνο κάτω από τη μαρκίζα ενός ερωτικού απωθημένου.

Πολλές φορές τα απωθημένα σου μπορεί να ντύνονται πολύ πιο λιτά, αλλά να σε επηρεάζουν πολύ πιο βαθιά. Μπορεί να έχουν άρωμα των παιδικών σου χρόνων και μια φωτογραφία ενός ανθρώπου τόσο γνωστού αλλά και τόσο άγνωστου σε ‘σένα ταυτόχρονα.

Να στέκονται αγέρωχα στα άδυτα της ψυχής σου για να σου θυμίζουν αυτό που θα ‘θελες να ήσουν και δεν έγινες ποτέ. Μπορεί να ντύνονται με ‘σένα, με τον παλιό σου εαυτό, αυτόν που είχε όνειρα. Όνειρα που βάλτωσαν στα νερά του ανεκπλήρωτου κι έμειναν εκεί αγκαλιά με ένα παράπονο, το δικό σου.

Σε εκείνη τη γωνία του μυαλού σου, στο βασίλειο των απωθημένων σου, κρύβεσαι κυρίως εσύ. Εκεί στέκονται και σε κοιτάζουν όσα δεν τόλμησες, όσα δεν είπες, όσα δεν έκανες, όσα «θέλω»  έθαψες στο βωμό των «πρέπει». Μπορεί να τα έκρυψες καλά, όμως, δεν κατάφερες να τα ξεχάσεις κι έτσι αυτά ντύνονται με το μανδύα του απωθημένου για να σου θυμίζουν αυτά που κάποτε ονειρευόσουν να γίνεις.

Στέκονται εκεί και σου ψιθυρίζουν τα μέρη που ήθελες να δεις και ποτέ δεν είδες. Ήθελες να γυρίσεις τον κόσμο, θυμάσαι; Ήθελες να χορτάσεις την ψυχή σου από εικόνες, από αρώματα, από ανθρώπους άγνωστους. Αλλά συμβιβάστηκες με τους τέσσερις τοίχους.

Ήθελες να κυνηγήσεις τα χόμπι σου. Να κάνεις αυτό που σου αρέσει και να γεμίζεις με αυτό τα πνευμόνια σου, με την ελευθερία σου. Ονειρευόσουν ένα διαφορετικό μέλλον. Κάποιοι το βαφτίζανε ουτοπία, για ‘σένα όμως αυτό ήταν μια ζωή που ξεχείλιζε από τους πόθους σου. Είχε το χρώμα από τα όνειρά σου, το άρωμα από τα «θέλω» σου, και το δυναμισμό της νεανικής σου αυτοπεποίθησης. Καθηλώθηκε όμως στο χρόνο, όχι γιατί ήταν ουτοπικό, αλλά γιατί εσύ το έπνιξες. Ήθελες πολλά, αλλά έμεινες στα λίγα. Συνήθισες, συμβιβάστηκες, φοβήθηκες και τελικά πνίγηκες.

Πνίγηκες κι εσύ μαζί με τα «θέλω» σου που έμειναν σαν όνειρα μακρινά και πετρωμένα να στοιχειώνουν τα βράδια σου. Τα βράδια που ξυπνάει ο εαυτός σου από το παρελθόν, αυτός που προσπάθησες να ξεχάσεις, που θυμάται ακόμα αυτό που εσύ έχεις αμελήσει. Ένα μικρό παιδί που ξυπνάει στα όνειρά σου και προσπαθεί να σε κάνει να το ακούσεις, καθώς σου ψελλίζει όσα εσύ αμέλησες. Αυτό είναι τα απωθημένα σου.

Για αλλαγή λοιπόν ένα βράδυ, πνίξε τους φόβους σου και προσπάθησε να ακούσεις την ιστορία αυτού του παιδιού, που κάποτε είχες προδώσει. Μέσα από τα λόγια του θα θυμηθείς όσα εσύ ανέβαλες να κάνεις. Κράτα τα λόγια του σαν θησαυρό, και μόλις ξυπνήσεις προσπάθησε να τα κάνεις πράξη. Πνίξε τους φόβους σου και εκεί, πριν φτάσεις στου δρόμου τα μισά, κάνε αυτά που πραγματικά αγαπάς. Τόλμησε τώρα, γιατί δεν υπάρχει χώρος για άλλα ανεκπλήρωτα.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μυρτώς Τσιτσιδάκη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μυρτώ Τσιτσιδάκη