Μερικά βράδια δε θέλεις τίποτα παραπάνω απ’ το να συζητήσεις ήρεμα, αθόρυβα σχεδόν, με τον εαυτό σου. Φτάνει να καταλάβεις ότι εσύ είσαι το βάλσαμό σου, είσαι η παρηγοριά σου! Όχι ότι είσαι (ο) μόνος, μην είμαστε εγωιστές. Απλώς είσαι το μοναδικό άτομο που μπορείς να σε καταλάβεις τόσο απόλυτα.
Και σφίγγεις τα δόντια κι ουρλιάζεις δυνατά, όσο πιο δυνατά μπορείς, να μην τους ακούς να μιλάνε. Φωνάζεις, κλαις, αδειάζεις ποτήρια, μπας και καταφέρεις να σιγήσεις και να πνίξεις και τα δαιμόνια που κάνουν φασαρία μέσα σου. Η απόφασή σου οριστική. Διέγραψες αυτόν τον άνθρωπο, τον έβγαλες απ’ τη ζωή σου. Υπόγραψες το φινάλε κι αυτό είναι αμετάκλητο. Είναι κάθε φορά το πιο δύσκολο κομμάτι ο επίλογος, επίπονο το να βγάλεις κάποιον απ’ τη ζωή σου. Μα η απόφαση πάρθηκε σε ένα από ‘κείνα τα βράδια που με μανία έψαχνες να βρεις καταφύγιο σε εκείνη την παρουσία κι αυτή ήταν για ακόμη μια φορά απούσα.
Κι αυτό το κενό, αυτή η σιωπή, οι φορές που δεν ήταν εδώ και το ενδιαφέρον που δεν έδειξε, αρκούν. Γιατί για να αποφασίσεις να βγάλεις κάποιον απ’ τη ζωή σου, δεν είναι απαραίτητο να σου κάνει κάτι, να σε βλάψει, να σκορπίσει άσχημες λέξεις ή να σε κεράσει σκληρές πράξεις. Φτάνουν απλώς όλα εκείνα που ποτέ δεν έκανε.
Ναι, σύμφωνοι, κανείς (φίλος, ταίρι ή ό,τι άλλο) δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει κάτι, πόσο μάλλον αυτό που εμείς θέλουμε, κανείς δε μας χρωστάει, αλλά όλα εκείνα που (ιδανικά ανιδιοτελώς) δίνει, όλες εκείνες οι φορές που κάποιος είναι εδώ, κυρίως όταν δεν του ζητηθεί, είναι που μετράνε κι αποκαλύπτουν ποιος νοιάζεται και ποιος όχι.
Γιατί είναι καλύτερα να αποχωρούμε όταν μπροστά μας συναντάμε τοίχο απ’ το να επιμένουμε να τον σπάσουμε, ενοχλώντας και το χέρι μας και τον άλλο με τη φασαρία που κάνουμε. Δε μένουμε εκεί, να ικετεύουμε για λίγη παραπάνω σημασία, για τον σεβασμό που θεωρούμε πως μας πρέπει. Ανοίγουμε τις πόρτες κι απομακρυνόμαστε. Και δεν είναι εγωιστικό αυτό, είναι αξιοπρέπεια κι αυτοεκτίμηση.
Αρνείσαι να γίνεις ζητιάνος συναισθημάτων. Εξάλλου, όποιος θέλει, δίνει. Γι’ αυτό και δε σου μένει θυμός. Ένα παράπονο μόνο. Μια πικρία. Δε ζητάς να κάνει κάτι παραπάνω από όσα μπόρεσε ή θέλησε, δε βάζεις όρους, δε θέτεις τελεσίγραφα ή εκβιαστικούς συναισθηματισμούς, άλλωστε η αγάπη μόνο πηγαία κι ανιδιοτελής έχει νόημα. Δεν περιμένεις να πάρεις κάτι για να δώσεις. Δε ζητάς απελπισμένα τίποτα, δεν επαιτείς ούτε απαιτείς το ενδιαφέρον κανενός.
Τόσα ήθελε, τόσα μπόρεσε. Όχι τόσο είχε, τόσο επιθυμούσε. Από επιθυμία στερεύουμε, όχι από αποθέματα. Έχεις περάσει κι εσύ από αυτή τη θέση, εξάλλου. Δεν έδωσες εκεί που περίμεναν και λαχταρούσαν να δώσεις. Κι ίσως να μετάνιωσες, ίσως κι όχι. Ξέρεις, όμως, πια πως καμία προσπάθεια δε θα ‘χε αποτέλεσμα. Αν μπεις στη διαδικασία να ζητήσεις όσα οι άνθρωποι δίνουν από μόνοι τους επειδή τα αισθάνονται, το πείραμα έχει ήδη αποτύχει.
Δεν πειράζει, καμία κακία. Καλή καρδιά. Μόνο ένα παράπονο, κι αυτό γιατί όπως είπε ο Λειβαδίτης «Μόνο όσοι προσπάθησαν πολύ έχουν δικαίωμα στο παράπονο.» κι εσύ προσπάθησες.
Είναι παράδοξο να προσμένεις τον έρωτα όπως τον περιγράφουν οι άλλοι∙ περιμένεις να ‘ναι κάποιο καλογραμμένο ποίημα κι όταν τον ζεις μόνος είναι ένα τεράστιο μυθιστόρημα που δε βγάζει νόημα. Εν τέλει, έμαθες πως δεν αρκεί να πεις σε κάποιον ότι τον αγαπάς, να υποσχεθείς πως θα ‘σαι εκεί, πρέπει να το δείχνεις, με τον τρόπο σου. Όποιος κι αν είναι αυτός, αρκεί να ‘ναι αυθόρμητος, πηγαίος.
Το συναίσθημα δε χρειάζεται παρακάλια. Η αγάπη κι ο έρωτας δεν είναι για όλους, είναι για όσους δίνουν χωρίς να περιμένουν τίποτα να πάρουν πίσω.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη