Φαντάζομαι μαλώνεις κι εσύ με όσους αγαπάς· βασικά, με αυτούς ενδέχεται να μαλώνεις περισσότερο, επειδή είναι γνωστό πως τσακώνεται κανείς κυρίως με εκείνους που νοιάζεται, με όσους έχει μια σχέση την οποία θέλει να σώσει, να διορθώσει και, εν πάση περιπτώσει, να διατηρήσει -είτε αυτό απαιτεί πολιτισμένο διάλογο είτε απολίτιστο μαλλιοτράβηγμα.

Μαλώνεις, λοιπόν, λες και καμιά κουβέντα παραπάνω. Ο ένας απ’ τους δύο είναι πάντα πιο αδιάλλακτος στις θέσεις του, ο άλλος συγχύζεται κι ορκίζεται ότι δεν πρόκειται να ξαναρίξει τα μούτρα του και μη σώσει και του ξαναμιλήσει ο έτερος παλιοεγωίσταρος και, τέλος πάντων, για μια-δυο μέρες κάτι καταφέρνεις, μέχρι να αρχίσει να ξύνεται το λαρύγγι σου απ’ τα ανείπωτα.

Οι πιο αισιόδοξοι πιστεύουν πως ο άλλος θα ρίξει τα μούτρα του και θα ‘ρθει να ζητήσει συγγνώμη γεμάτος μεταμέλεια. Οι πιο προσγειωμένοι ξέρουν πως οι πιθανότητες είναι εναντίον τους, οπότε δεν τρέφουν αυταπάτες, γνωρίζουν πως για να ξεσπάσουν την οργή τους πρέπει να πάρουν πρωτοβουλία οι ίδιοι. Όπως και να ‘χει, απ’ την πρώτη στιγμή, ένα είναι το μόνο σίγουρο, πως σε όποια πλευρά κι αν ανήκεις, αισιόδοξος ή μη, έχεις από νωρίς αρχίσει να κάνεις πρόβα το λογύδριό σου, όσο είσαι στη δουλειά, μπροστά στον καθρέφτη σου, την ώρα που κάνεις μπάνιο (η αγαπημένη μου ώρα για αποφάσεις ζωής), όπου βολεύεται τέλος πάντων ο καθένας.

Λες, λες, λες. Θεέ μου, πόσα λες! Και τα λες κι ωραία, ανάθεμά σε, σωστός δικηγόρος· με τα επιχειρήματά σου, με τις εναλλακτικές άλφα και βήτα σου, με ύφος, με στόμφο, με στιλ! Τα λες κι είσαι και φουλ αποφασιστικός, σίγουρος για όσα πιστεύεις, έτοιμος να βάλεις την άλλη πλευρά στη θέση της, να δώσεις τελεσίγραφα, να στρώσεις το πλακάκι που σε κάνει τόσο καιρό να σκοντάφτεις, επειδή παρατράβηξε η ιστορία, κι άντε γιατί πολύ αέρα τους έδωσες κι ήρθε η ώρα να φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι.

Κι έρχεται η μεγάλη στιγμή, η ώρα να αναμετρηθείς με τον άλλον, να πεις όσα πρόβαρες τόσες μέρες και να μπούνε όλα στη θέση τους. Κι εμφανίζεται ο άλλος μπροστά σου, και σε κοιτάζει, κι απ’ τα είκοσι που ήθελες να πεις, θυμάσαι τα δύο -κι αυτό (φαντάσου) είναι το best case scenario, επειδή, αν το αίσθημα παραείναι μεγάλο, παίζει να μη θυμηθείς ούτε αυτά τα δύο. Ψελλίζεις, που λες, κάνα-δυο μαλακίες, σε παίρνει μπάλα και το συναίσθημα, χοροπηδάει και το στομάχι σου, και τζάμπα κι οι πρόβες, τζάμπα όλα. Μηδέν. Τζίφος, πώς το λένε;

Και μόλις το αντίπαλό σου δέος φύγει από μπροστά σου, έρχονται στο μυαλό σου ένα-ένα όλα εκείνα που ήθελες να πεις και δεν είπες και νευριάζεις περισσότερο· κι αυτή τη φορά είναι χειρότερο, επειδή δεν τα βάζεις πια με τον άλλον αλλά με τον ίδιο σου τον εαυτό που έτσι ξεδιάντροπα κοιμάται όρθιος και σε εκθέτει. Ξέρω πολύ καλά πώς είναι, το έχω πάθει πολλές φόρες, ώσπου μια μέρα άρχισα να γράφω όλα αυτά που θέλω να πω σε χαρτάκι και λύθηκαν τα μισά μου προβλήματα.

Όποτε, λοιπόν, έρχεται η ώρα να απαγγείλω τα «κατηγορώ» μου, βγάζω το χαρτάκι, τα λέω όμορφα και νοικοκυρεμένα, δεν ξεχνάω τίποτα κι, εντάξει τώρα, αν χάνω και κάτι σε πόντους σοβαρότητας, λίγο με νοιάζει, καθώς αυτά που θέλω να πω, τα λέω και μετά δεν εκνευρίζομαι άλλο, ηρεμώ κι εγώ κι η ψυχούλα μου, κι ο απέναντί μου γελάει επειδή με κοροϊδεύει. Βλέπεις; Όλοι κερδισμένοι.

Μην ανησυχείς αν ταυτίζεσαι, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των ανθρώπων που αγαπούν να χάνουν λόγια και ψυχραιμία μπροστά σε όσους τους ενδιαφέρουν, δεν είσαι μόνο εσύ. Άλλωστε, κανένας άνθρωπος που νιώθει αληθινά συναισθήματα για κάποιον δεν αφήνει τη λογική του να κάνει κουμάντο στις σχέσεις και τις αποφάσεις του, καθώς ξέρει πως οι ζυγισμένες τακτικές υπόσχονται μια στρωμένη και σωστή ζωή, ποτέ όμως μια γεμάτη ή ευτυχισμένη.

Κάνε όσες πρόβες θέλεις, λοιπόν. Στην τελική, κάνε και σκονάκι, πάντα όμως να αισθάνεσαι τυχερός που σε έναν κόσμο ορθολογιστικό κατάφερες να ‘χεις ανθρώπους που, με ένα βλέμμα ή μια αγκαλιά, έχουν τη δύναμη να σε κάνουν να μη θυμάσαι τι ήθελες να πεις.

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη